σκηπτός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source
(11)
 
m (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
 
(33 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skiptos
|Transliteration C=skiptos
|Beta Code=skhpto/s
|Beta Code=skhpto/s
|Definition=ὁ, (σκήπτω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thunderbolt</b> (σκηπτοὶ [λέγονται τῶν κεραυνῶν] ὅσοι κατασκήπτουσιν εἰς τὴν γῆν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>395a28</span>), <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>3.1.11</span>; <b class="b3">τάρβος . . ὡς ἀπὸ σ</b>. <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>1.6</span>: metaph. also of a dust-<b class="b2">storm</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>418</span>; <b class="b2">hurricane</b>, <span class="bibl">D.18.194</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>1.35b</span>; <b class="b3">λοιμοῦ σ</b>. <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span> 715</span> (troch.); of war, <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>1046</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">Rh.</span>674</span>; <b class="b3">καλοῦσί μ' οἱ νεώτεροι . . σκηπτόν</b>, says a parasite, <span class="bibl">Antiph.195.11</span>; <b class="b3">σ. πόθος</b> <b class="b2">falling like a thunderbolt</b>, Aspasia ap.<span class="bibl">Ath.5.219e</span>.</span>
|Definition=ὁ, ([[σκήπτω]]) [[thunderbolt]] (σκηπτοὶ [λέγονται τῶν κεραυνῶν] ὅσοι κατασκήπτουσιν εἰς τὴν γῆν Arist.''Mu.''395a28), X.''An.''3.1.11; <b class="b3">τάρβος.. ὡς ἀπὸ σ.</b> Aret.''SD''1.6: metaph. also of a [[dust-storm]], [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''418; [[hurricane]], D.18.194, Jul.''Or.''1.35b; <b class="b3">λοιμοῦ σκηπτός</b> [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]'' 715 (troch.); of war, [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''1046 (lyr.), ''Rh.''674; <b class="b3">καλοῦσί μ' οἱ νεώτεροι.. σκηπτόν</b>, says a parasite, Antiph.195.11; <b class="b3">σκηπτὸς πόθος</b> [[falling like a thunderbolt]], Aspasia ap.Ath.5.219e.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0896.png Seite 896]] ὁ, ein [[plötzlich]] mit großer Gewalt von oben herunterfahrender Sturmwind, gew. mit Donner u. Blitz verbunden; τυφὼς ἀείρας σκηπτόν, Soph. Ant. 414; Phot. erkl. κεραυνὸς [[ἄνωθεν]] [[διάπυρος]], Arist. de mundo 4 κατασκῆψαν εἰς τὴν γῆν ([[κεραυνός]], [[πρηστήρ]], [[τυφών]]) σκηπτὸς ὀνομάζεται, also der einschlagende Blitz; so βροντῆς γενομένης σκηπ τὸς πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν, Xen. An. 3, 1, 11; [[καταιβάτης]], Lycophr. 382; – übertr., λοιμοῦ τις ἦλθε σκηπτὸς ἢ [[στάσις]] πόλει, Aesch. Pers. 701; vom Kriege, σκηπτοῦ 'πιόντος πολεμίων, Eur. Rhes. 674, vgl. Androm. 1047; εἰ δ' ὁ συμβὰς σκηπτὸς μὴ μόνον ἡμῶν, ἀλλὰ καὶ πάντων τῶν Ἑλλήνων μείζων γέγονε, Dem. 18, 194, also übh. jedes [[plötzlich]] hereinbrechende Unglück.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[orage soudain et violent]], [[coup de foudre avec]] <i>ou</i> sans éclair;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> [[fléau]], [[coup imprévu]].<br />'''Étymologie:''' [[σκήπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκηπτός -οῦ, ὁ [σκήπτω] inslaande bliksem; uitbr. [[stormwind]]; overdr. (plotselinge) [[aanval]]:. λοιμοῦ... σκηπτός een aanval van de pest Aeschl. Pers. 715.
}}
{{elru
|elrutext='''σκηπτός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[удар молнии]] (ἔδοξεν σ. [[πεσεῖν]] εἰς τὴν οἰκίαν Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[ураган]], [[вихрь]], [[смерч]] (χθονὸς τυφὼς [[ἀείρας]] σκηπτόν Soph.);<br /><b class="num">3</b> перен. [[гроза]], [[неожиданное бедствие]]: λοιμοῦ σ. Aesch. моровое поветрие; σ. πολεμίων Eur. внезапно нахлынувший враг.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[σκήπτω]]<br /><b>1.</b> [[κεραυνός]] («βροντῆς γενομένης σκηπτὸς πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[καταιγίδα]]<br />β) [[ανεμοστρόβιλος]]<br />γ) πολεμική [[επιδρομή]] («σκηπτοῦ 'πιόντος πολεμίων», <b>Ευρ.</b>)<br />δ) [[είδος]] παρασίτου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «σκηπτὸς λοιμοῦ» — [[λοιμός]] που ενσκήπτει αιφνίδια<br />β) «σκηπτὸς [[πόθος]]» — [[κεραυνοβόλος]] [[πόθος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκηπτός:''' ὁ ([[σκήπτω]]), [[ξαφνικός]]· ο [[κεραυνός]] που πέφτει, σε Σοφ., Ξεν.· μεταφ., λέγεται για την [[πανούκλα]] ([[συμφορά]] που πέφτει [[ξαφνικά]]), σε Αισχύλ.· λέγεται για τον πόλεμο, σε Ευρ., Δημ.
}}
{{ls
|lstext='''σκηπτός''': ὁ, ([[σκήπτω]]) [[κεραυνός]], (σκηπτοὶ λέγονται τῶν κεραυνῶν ὅσοι κατασκήπτουσιν εἴς τι Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 20) Σοφ. Ἀντ. 418, Ξεν. Ἀν. 1, 11· οἷα σκ. ἐμπίπτων Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6· ― μεταφορ., λοιμοῦ σκ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 715, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 28· ἐπὶ πολέμου, Εὐρ. Ἀνδρ. 1047, πρβλ. Ρῆσ. 674, Δημ 292. 28· καλοῦσί μ᾿ οἱ νεώτεροι .. σκηπτόν, λέγει παράσιτός τις, Ἀντιφάν. ἐν «Προγόνοις» 1. 10· σκ. [[πόθος]], ἐμπίπτων ὡς [[κεραυνός]], Ἡρόδικ. παρ᾿ Ἀθην. 219Ε. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «[[σκηπτός]]· κεραυνὸς [[ἄνωθεν]] [[διάπυρος]]».
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκηπτός]], οῦ, ὁ, [[σκήπτω]]<br />a [[thunder]]-[[bolt]], Soph., Xen.:— metaph. of [[pestilence]], Aesch.; of war, Eur., Dem.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἄγριος]] [[ἄνεμος]], [[κεραυνός]]). Ἀπό τό [[σκήπτω]] (=[[στηρίζω]], [[ἐκσφενδονίζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{trml
|trtx====[[thunderbolt]]===
Arabic: صَاعِقَة‎; Bulgarian: мълния, гръмотевица; Chinese Mandarin: 霹靂/霹雳, 迅雷; Chuvash: ҫиҫӗм; Dutch: [[bliksemstraal]], [[donderstraal]], [[donderslag]]; Finnish: salamanisku, ukkosenjyrähdys, salama; French: [[coup de tonnerre]]; Friulian: folc, saete, sfulmin; Galician: lóstrego; German: [[Donnerkeil]], [[Blitzstrahl]], [[Blitz mit Donnerschlag]]; Greek: [[κεραυνός]], [[αστραπή]]; Ancient Greek: [[κεραυνός]], [[σκηπτός]]; Hungarian: villámcsapás; Istriot: sàita; Italian: [[fulmine]], [[folgore]], [[saetta]], [[lampo]]; Japanese: 雷, 落雷; Korean: 벼락; Latin: [[fulmen]]; Low German: Blitzsteen; Malayalam: മിന്നൽപ്പിണർ, ദംഭോളി, അശനി, ഇടിവാൾ; Maori: epa; Norman: foudre; Ottoman Turkish: یلدرم‎, صاعقه‎; Persian: رعد و برق‎, صاعقه‎, آذرخش‎; Polish: piorun; Portuguese: [[raio]]; Romanian: fulger; Russian: [[удар молнии]], [[перун]]; Sanskrit: अशनि, कुलिश, वज्र; Spanish: [[rayo]]; Swedish: vigg, tordön, åskknall; Tajik: соиқа; Telugu: పిడుగు; Thai: สายฟ้า; Turkish: yıldırım; Venetian: sita, saéta; Welsh: taranau, taranfollt
}}
}}

Latest revision as of 07:41, 13 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηπτός Medium diacritics: σκηπτός Low diacritics: σκηπτός Capitals: ΣΚΗΠΤΟΣ
Transliteration A: skēptós Transliteration B: skēptos Transliteration C: skiptos Beta Code: skhpto/s

English (LSJ)

ὁ, (σκήπτω) thunderbolt (σκηπτοὶ [λέγονται τῶν κεραυνῶν] ὅσοι κατασκήπτουσιν εἰς τὴν γῆν Arist.Mu.395a28), X.An.3.1.11; τάρβος.. ὡς ἀπὸ σ. Aret.SD1.6: metaph. also of a dust-storm, S.Ant.418; hurricane, D.18.194, Jul.Or.1.35b; λοιμοῦ σκηπτός A.Pers. 715 (troch.); of war, E.Andr.1046 (lyr.), Rh.674; καλοῦσί μ' οἱ νεώτεροι.. σκηπτόν, says a parasite, Antiph.195.11; σκηπτὸς πόθος falling like a thunderbolt, Aspasia ap.Ath.5.219e.

German (Pape)

[Seite 896] ὁ, ein plötzlich mit großer Gewalt von oben herunterfahrender Sturmwind, gew. mit Donner u. Blitz verbunden; τυφὼς ἀείρας σκηπτόν, Soph. Ant. 414; Phot. erkl. κεραυνὸς ἄνωθεν διάπυρος, Arist. de mundo 4 κατασκῆψαν εἰς τὴν γῆν (κεραυνός, πρηστήρ, τυφών) σκηπτὸς ὀνομάζεται, also der einschlagende Blitz; so βροντῆς γενομένης σκηπ τὸς πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν, Xen. An. 3, 1, 11; καταιβάτης, Lycophr. 382; – übertr., λοιμοῦ τις ἦλθε σκηπτὸς ἢ στάσις πόλει, Aesch. Pers. 701; vom Kriege, σκηπτοῦ 'πιόντος πολεμίων, Eur. Rhes. 674, vgl. Androm. 1047; εἰ δ' ὁ συμβὰς σκηπτὸς μὴ μόνον ἡμῶν, ἀλλὰ καὶ πάντων τῶν Ἑλλήνων μείζων γέγονε, Dem. 18, 194, also übh. jedes plötzlich hereinbrechende Unglück.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 orage soudain et violent, coup de foudre avec ou sans éclair;
2 fig. fléau, coup imprévu.
Étymologie: σκήπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκηπτός -οῦ, ὁ [σκήπτω] inslaande bliksem; uitbr. stormwind; overdr. (plotselinge) aanval:. λοιμοῦ... σκηπτός een aanval van de pest Aeschl. Pers. 715.

Russian (Dvoretsky)

σκηπτός:
1 удар молнии (ἔδοξεν σ. πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν Xen.);
2 ураган, вихрь, смерч (χθονὸς τυφὼς ἀείρας σκηπτόν Soph.);
3 перен. гроза, неожиданное бедствие: λοιμοῦ σ. Aesch. моровое поветрие; σ. πολεμίων Eur. внезапно нахлынувший враг.

Greek Monolingual

ὁ, Α σκήπτω
1. κεραυνός («βροντῆς γενομένης σκηπτὸς πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν», Ξεν.)
2. μτφ. α) καταιγίδα
β) ανεμοστρόβιλος
γ) πολεμική επιδρομή («σκηπτοῦ 'πιόντος πολεμίων», Ευρ.)
δ) είδος παρασίτου
3. φρ. α) «σκηπτὸς λοιμοῦ» — λοιμός που ενσκήπτει αιφνίδια
β) «σκηπτὸς πόθος» — κεραυνοβόλος πόθος.

Greek Monotonic

σκηπτός: ὁ (σκήπτω), ξαφνικός· ο κεραυνός που πέφτει, σε Σοφ., Ξεν.· μεταφ., λέγεται για την πανούκλα (συμφορά που πέφτει ξαφνικά), σε Αισχύλ.· λέγεται για τον πόλεμο, σε Ευρ., Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

σκηπτός: ὁ, (σκήπτω) κεραυνός, (σκηπτοὶ λέγονται τῶν κεραυνῶν ὅσοι κατασκήπτουσιν εἴς τι Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 20) Σοφ. Ἀντ. 418, Ξεν. Ἀν. 1, 11· οἷα σκ. ἐμπίπτων Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6· ― μεταφορ., λοιμοῦ σκ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 715, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 28· ἐπὶ πολέμου, Εὐρ. Ἀνδρ. 1047, πρβλ. Ρῆσ. 674, Δημ 292. 28· καλοῦσί μ᾿ οἱ νεώτεροι .. σκηπτόν, λέγει παράσιτός τις, Ἀντιφάν. ἐν «Προγόνοις» 1. 10· σκ. πόθος, ἐμπίπτων ὡς κεραυνός, Ἡρόδικ. παρ᾿ Ἀθην. 219Ε. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «σκηπτός· κεραυνὸς ἄνωθεν διάπυρος».

Middle Liddell

σκηπτός, οῦ, ὁ, σκήπτω
a thunder-bolt, Soph., Xen.:— metaph. of pestilence, Aesch.; of war, Eur., Dem.

Mantoulidis Etymological

(=ἄγριος ἄνεμος, κεραυνός). Ἀπό τό σκήπτω (=στηρίζω, ἐκσφενδονίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

thunderbolt

Arabic: صَاعِقَة‎; Bulgarian: мълния, гръмотевица; Chinese Mandarin: 霹靂/霹雳, 迅雷; Chuvash: ҫиҫӗм; Dutch: bliksemstraal, donderstraal, donderslag; Finnish: salamanisku, ukkosenjyrähdys, salama; French: coup de tonnerre; Friulian: folc, saete, sfulmin; Galician: lóstrego; German: Donnerkeil, Blitzstrahl, Blitz mit Donnerschlag; Greek: κεραυνός, αστραπή; Ancient Greek: κεραυνός, σκηπτός; Hungarian: villámcsapás; Istriot: sàita; Italian: fulmine, folgore, saetta, lampo; Japanese: 雷, 落雷; Korean: 벼락; Latin: fulmen; Low German: Blitzsteen; Malayalam: മിന്നൽപ്പിണർ, ദംഭോളി, അശനി, ഇടിവാൾ; Maori: epa; Norman: foudre; Ottoman Turkish: یلدرم‎, صاعقه‎; Persian: رعد و برق‎, صاعقه‎, آذرخش‎; Polish: piorun; Portuguese: raio; Romanian: fulger; Russian: удар молнии, перун; Sanskrit: अशनि, कुलिश, वज्र; Spanish: rayo; Swedish: vigg, tordön, åskknall; Tajik: соиқа; Telugu: పిడుగు; Thai: สายฟ้า; Turkish: yıldırım; Venetian: sita, saéta; Welsh: taranau, taranfollt