ἀνοιστέος: Difference between revisions
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
(2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anoisteos | |Transliteration C=anoisteos | ||
|Beta Code=a)noiste/os | |Beta Code=a)noiste/os | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> to [[be referred]], E.''Fr.''970.<br><span class="bld">II</span> [[ἀνοιστέον]] [[one must carry back]] or [[report]], S.''Ant.''272, E.''HF''1221:—[[one must refer]], τι πρός τι Plu. ''Phoc.''5; ἐπί τι [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 4.11.8. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[hay que referir]] σοὶ τοὔργον S.<i>Ant</i>.272, ἐκεῖσ' ἀ., ὅτ' ... hay que referirse a aquella ocasión en que ...</i> E.<i>HF</i> 1221<br /><b class="num">•</b>tb. concertado [[ἀνοιστέος]] λόγος palabras que han de ser referidas</i> E.<i>Fr</i>.970.<br /><b class="num">2</b> [[hay que atribuirlo]] ἐπὶ τὴν χώραν Thphr.<i>CP</i> 4.11.8, πρὸς τὸ ἦθος Plu.<i>Phoc</i>.5. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἀναφέρω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνοιστέος:''' adj. verb. к [[ἀναφέρω]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνοιστέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀναφέρω]], πρέπει τις νὰ ἀνενεχθῇ, ἀλλ’ [[ἀνοιστέος]] ὁ [[λόγος]] ... ἐπὶ τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑπόθεσιν Εὐρ. παρὰ Πλουτ. 2. 431Α. ΙΙ. ἀνοιστέον, πρέπει τις ν’ ἀναφέρῃ νὰ ποιήσῃ φανερόν, ἦν δ’ ὁ [[μῦθος]] ὡς ἀνοιστέον σοὶ τοὔργον εἴη τοῦτο κοὐχὶ [[κρυπτέον]] Σοφ. Ἀντ. 272, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1221: - πρέπει τις νὰ ἀναφέρῃ, νὰ ἀναγάγῃ, τι [[πρός]] τι Πλουτ. Φωκ. 5· ἐπί τι Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 11. 8. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνοιστέος]], -α, -ον (ρημ. επίθ.) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[πρέπει]] να αναφερθεί<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>ανοιστέον</i><br />α) [[πρέπει]] [[κανείς]] να κάνει φανερό<br />β) [[πρέπει]] να αναφέρει [[κάποιος]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανοίσω</i>, μέλλ. του [[αναφέρω]]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[ἀναφέρω]],]<br />one must [[report]], Soph., Eur.:— one must [[refer]], τι πρός τι Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον,
A to be referred, E.Fr.970.
II ἀνοιστέον one must carry back or report, S.Ant.272, E.HF1221:—one must refer, τι πρός τι Plu. Phoc.5; ἐπί τι Thphr. CP 4.11.8.
Spanish (DGE)
-ον
1 hay que referir σοὶ τοὔργον S.Ant.272, ἐκεῖσ' ἀ., ὅτ' ... hay que referirse a aquella ocasión en que ... E.HF 1221
•tb. concertado ἀνοιστέος λόγος palabras que han de ser referidas E.Fr.970.
2 hay que atribuirlo ἐπὶ τὴν χώραν Thphr.CP 4.11.8, πρὸς τὸ ἦθος Plu.Phoc.5.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ἀναφέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοιστέος: adj. verb. к ἀναφέρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοιστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀναφέρω, πρέπει τις νὰ ἀνενεχθῇ, ἀλλ’ ἀνοιστέος ὁ λόγος ... ἐπὶ τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑπόθεσιν Εὐρ. παρὰ Πλουτ. 2. 431Α. ΙΙ. ἀνοιστέον, πρέπει τις ν’ ἀναφέρῃ νὰ ποιήσῃ φανερόν, ἦν δ’ ὁ μῦθος ὡς ἀνοιστέον σοὶ τοὔργον εἴη τοῦτο κοὐχὶ κρυπτέον Σοφ. Ἀντ. 272, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1221: - πρέπει τις νὰ ἀναφέρῃ, νὰ ἀναγάγῃ, τι πρός τι Πλουτ. Φωκ. 5· ἐπί τι Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 11. 8.
Greek Monolingual
ἀνοιστέος, -α, -ον (ρημ. επίθ.) (Α)
1. αυτός που πρέπει να αναφερθεί
2. (το ουδ.) ανοιστέον
α) πρέπει κανείς να κάνει φανερό
β) πρέπει να αναφέρει κάποιος κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανοίσω, μέλλ. του αναφέρω].
Middle Liddell
verb. adj. of ἀναφέρω,]
one must report, Soph., Eur.:— one must refer, τι πρός τι Plut.