σκύζομαι: Difference between revisions

(11)
 
mNo edit summary
 
(29 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skyzomai
|Transliteration C=skyzomai
|Beta Code=sku/zomai
|Beta Code=sku/zomai
|Definition=Ep., used mostly in pres.: impf. <b class="b3">ἐσκύζοντο, σκύζοντο</b>, <span class="bibl">Q.S.3.133</span>, <span class="bibl">5.338</span>: Ep. aor. opt. <b class="b3">σκύσσαιτο</b> (ἐπι-) <span class="bibl">Od.7.306</span>:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be angry with</b> one, σκυζομένη Διὶ πατρί <span class="bibl">Il.4.23</span>; σκύζεσθαί οἱ εἰπὲ θεούς <span class="bibl">24.113</span>; μή μοι σκύζευ <span class="bibl">Od.23.209</span>: abs., <b class="b2">to be wroth</b>, οὔ σευ ἔγωγε σκυζομένης ἀλέγω <span class="bibl">Il.8.483</span>, cf. <span class="bibl">9.198</span>. (Cf. <b class="b3">σκυδ-μαίνω</b> and prob. <b class="b3">σκυθρός</b>.)</span>
|Definition=Ep., used mostly in pres.: impf. ἐσκύζοντο, σκύζοντο, Q.S.3.133, 5.338: Ep. aor. opt. σκύσσαιτο (ἐπι-) Od.7.306:—to [[be angry with]] one, σκυζομένη Διὶ πατρί Il.4.23; σκύζεσθαί οἱ εἰπὲ θεούς 24.113; μή μοι σκύζευ Od.23.209: abs., to [[be wroth]], οὔ σευ ἔγωγε σκυζομένης ἀλέγω Il.8.483, cf. 9.198. (Cf. [[σκυδμαίνω]] and prob. [[σκυθρός]].)
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0906.png Seite 906]] Einem zürnen, unwillig, aufgebracht sein auf, gegen Einen, τινί, Il. 4, 23. 8, 460. 24, 113 Od. 23, 209; absol., zornig, unwillig sein, Il. 8, 483. 9, 113; immer nur praes.; einzeln bei sp. D., wie Coluth. 242. Die Gramm. führen auch das act. σκύζω an. und leiten das Wort von [[κύων]] ab, wie κνυζάομαι; Hesych. [[ἡσυχῇ]] ὑποφθέγγεσθαι ὥσπερ κύνες, eigtl. knurren wie ein Hund; nach Schol. Theocr. 16, 8 vom Löwen, der im Zorn das [[ἐπισκύνιον]] herunterzieht, also von [[σκύνιον]], finster aussehen. Vgl. [[σκυδμαίνω]], [[σκυθρός]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />gronder ; être irrité <i>ou</i> s'irriter : τινι contre qqn.<br />'''Étymologie:''' R. Σκυδ, être sombre ; cf. [[σκυθρός]], [[σκυδμαίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκύζομαι [onomat.?] ep. imperat. σκύζευ; in compos. ep. aor. (ἐπι)σκύσσαιτο boos zijn, mopperen; met dat. op:. μή μοι, Ὀδυσσεῦ, σκύζευ wees niet boos op me, Odysseus Od. 23.209.
}}
{{elru
|elrutext='''σκύζομαι:''' [[сердиться]], [[негодовать]] (τινι Hom.): σκυζόμενος Hom. гневный.
}}
{{Autenrieth
|auten=imp. [[σκύζευ]], inf. -[[εσθαι]], [[part]]. -όμενος: be [[wroth]], incensed, [[indignant]], τινί.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> οργίζομαι, [[αγανακτώ]] («σκυζομένη Διὶ πατρί, [[χόλος]] δέ μιν [[ἄγριος]] ᾕρει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] θυμωμένος, χωλώνομαι («οὔ σευ ἐγώ γε σκυζομένης [[ἀλέγω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. [[σκύζομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σκυδ</i>-<i>jομαι</i>) ανάγεται στην μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>skeud</i>- «[[αγανακτώ]], [[γκρινιάζω]]» και αντιστοιχεί με τα λιθουαν. -<i>skundu</i>, -<i>skusti</i> «[[υποφέρω]]», λεττον. <i>skaudus</i> «[[θλιμμένος]]» <i>skundu</i> «[[φθονώ]], [[εχθρεύομαι]]». Αν υποτεθεί, [[τέλος]], ότι η αρχική σημ. του ρ. ήταν «[[γογγύζω]], [[γρυλίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[σκύζα]]) θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι πρόκειται για ονοματοποιημένη λ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκύζομαι:''' Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ <i>σκύσσαιτο</i>· είμαι θυμωμένος ή οργισμένος με κάποιον, [[αγανακτώ]], [[κακιώνω]], <i>τινι</i>, σε Όμηρ.· απόλ., είμαι οργισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{ls
|lstext='''σκύζομαι''': Ἐπικ. ἀποθετ. ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἐνεστ.· παρατ. ἐσκύζοντο, σκύζοντο Κόϊντ. Σμ. 3. 133., 5. 338· Ἐπικ. ἀόρ. εὐκτ. σκύσσαιτο (ἐπι-) Ὀδ. Η. 306. Ὀργίζομαι [[ἐναντίον]] τινός, εἶμαι ὠργισμένος, «λυποῦμαι, χολοῦμαι, θυμοῦμαι, [[σκυθρωπάζω]]» Ἡσύχ., σκυζομένη Διὶ πατρί Ἰλ. Δ. 23, Θ. 460· σκύζεσθαί οἱ εἶπε θεούς Ω. 113· μή μοι σκύζευ Ὀδ. Ψ. 209· ἀπολ., εἶμαι ὠργισμένος, οὐ σεῦ ἔγωγε σκυζομένης [[ἀλέγω]] Ἰλ. Θ. 483, πρβλ. Ι. 198. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΣΚΥΔ (πρβλ. σκυδμαίνω), ἥτις γίνετε ΣΚΥΘ. πρὸ τοῦ ρ. ὡς ἐν τοῖς [[σκυθρός]], σκυθρωπός, εἰ καὶ δύσκολον [[εἶναι]] νὰ εὕρῃ τις ἄλλα παραδείγματα ὁμοίας μεταβολῆς).
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[σκυδμαίνω]]
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to be [[angry]] or [[wroth]] with one, τινί Hom.: absol. to be [[wroth]], Il.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ὀργίζομαι]], ἀγανακτῶ μέ κάποιον). Πιθανόν ἀπό ρίζα σκυδ- πού γίνεται σκυθμπροστά ἀπό ρ, ὅπως στή λέξη [[σκυθρός]] (σκυδ-θρός). Θέμα σκυδ- (σκυδ-θρός → [[σκυθρός]]) + jομαι → [[σκύζομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[σκυθρός]] (=[[ὀργισμένος]]), [[σκυσμός]] (=[[θυμός]]).
}}
}}

Latest revision as of 15:40, 18 April 2024

English (LSJ)

Ep., used mostly in pres.: impf. ἐσκύζοντο, σκύζοντο, Q.S.3.133, 5.338: Ep. aor. opt. σκύσσαιτο (ἐπι-) Od.7.306:—to be angry with one, σκυζομένη Διὶ πατρί Il.4.23; σκύζεσθαί οἱ εἰπὲ θεούς 24.113; μή μοι σκύζευ Od.23.209: abs., to be wroth, οὔ σευ ἔγωγε σκυζομένης ἀλέγω Il.8.483, cf. 9.198. (Cf. σκυδμαίνω and prob. σκυθρός.)

German (Pape)

[Seite 906] Einem zürnen, unwillig, aufgebracht sein auf, gegen Einen, τινί, Il. 4, 23. 8, 460. 24, 113 Od. 23, 209; absol., zornig, unwillig sein, Il. 8, 483. 9, 113; immer nur praes.; einzeln bei sp. D., wie Coluth. 242. Die Gramm. führen auch das act. σκύζω an. und leiten das Wort von κύων ab, wie κνυζάομαι; Hesych. ἡσυχῇ ὑποφθέγγεσθαι ὥσπερ κύνες, eigtl. knurren wie ein Hund; nach Schol. Theocr. 16, 8 vom Löwen, der im Zorn das ἐπισκύνιον herunterzieht, also von σκύνιον, finster aussehen. Vgl. σκυδμαίνω, σκυθρός.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
gronder ; être irrité ou s'irriter : τινι contre qqn.
Étymologie: R. Σκυδ, être sombre ; cf. σκυθρός, σκυδμαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκύζομαι [onomat.?] ep. imperat. σκύζευ; in compos. ep. aor. (ἐπι)σκύσσαιτο boos zijn, mopperen; met dat. op:. μή μοι, Ὀδυσσεῦ, σκύζευ wees niet boos op me, Odysseus Od. 23.209.

Russian (Dvoretsky)

σκύζομαι: сердиться, негодовать (τινι Hom.): σκυζόμενος Hom. гневный.

English (Autenrieth)

imp. σκύζευ, inf. -εσθαι, part. -όμενος: be wroth, incensed, indignant, τινί.

Greek Monolingual

Α
1. οργίζομαι, αγανακτώ («σκυζομένη Διὶ πατρί, χόλος δέ μιν ἄγριος ᾕρει», Ομ. Ιλ.)
2. είμαι θυμωμένος, χωλώνομαι («οὔ σευ ἐγώ γε σκυζομένης ἀλέγω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. σκύζομαι (< σκυδ-jομαι) ανάγεται στην μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας skeud- «αγανακτώ, γκρινιάζω» και αντιστοιχεί με τα λιθουαν. -skundu, -skusti «υποφέρω», λεττον. skaudus «θλιμμένος» skundu «φθονώ, εχθρεύομαι». Αν υποτεθεί, τέλος, ότι η αρχική σημ. του ρ. ήταν «γογγύζω, γρυλίζω» (πρβλ. σκύζα) θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι πρόκειται για ονοματοποιημένη λ.].

Greek Monotonic

σκύζομαι: Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ σκύσσαιτο· είμαι θυμωμένος ή οργισμένος με κάποιον, αγανακτώ, κακιώνω, τινι, σε Όμηρ.· απόλ., είμαι οργισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

σκύζομαι: Ἐπικ. ἀποθετ. ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἐνεστ.· παρατ. ἐσκύζοντο, σκύζοντο Κόϊντ. Σμ. 3. 133., 5. 338· Ἐπικ. ἀόρ. εὐκτ. σκύσσαιτο (ἐπι-) Ὀδ. Η. 306. Ὀργίζομαι ἐναντίον τινός, εἶμαι ὠργισμένος, «λυποῦμαι, χολοῦμαι, θυμοῦμαι, σκυθρωπάζω» Ἡσύχ., σκυζομένη Διὶ πατρί Ἰλ. Δ. 23, Θ. 460· σκύζεσθαί οἱ εἶπε θεούς Ω. 113· μή μοι σκύζευ Ὀδ. Ψ. 209· ἀπολ., εἶμαι ὠργισμένος, οὐ σεῦ ἔγωγε σκυζομένης ἀλέγω Ἰλ. Θ. 483, πρβλ. Ι. 198. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΣΚΥΔ (πρβλ. σκυδμαίνω), ἥτις γίνετε ΣΚΥΘ. πρὸ τοῦ ρ. ὡς ἐν τοῖς σκυθρός, σκυθρωπός, εἰ καὶ δύσκολον εἶναι νὰ εὕρῃ τις ἄλλα παραδείγματα ὁμοίας μεταβολῆς).

Frisk Etymological English

See also: s. σκυδμαίνω

Middle Liddell

to be angry or wroth with one, τινί Hom.: absol. to be wroth, Il.

Mantoulidis Etymological

(=ὀργίζομαι, ἀγανακτῶ μέ κάποιον). Πιθανόν ἀπό ρίζα σκυδ- πού γίνεται σκυθμπροστά ἀπό ρ, ὅπως στή λέξη σκυθρός (σκυδ-θρός). Θέμα σκυδ- (σκυδ-θρός → σκυθρός) + jομαι → σκύζομαι.
Παράγωγα: σκυθρός (=ὀργισμένος), σκυσμός (=θυμός).