συγκαταζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkatazeygnymi
|Transliteration C=sygkatazeygnymi
|Beta Code=sugkatazeu/gnumi
|Beta Code=sugkatazeu/gnumi
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">yoke together, join in marriage</b>, τινά τινι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cam.</span>2</span>, cf. <span class="bibl">Sor.1.34</span>:—Pass., <b class="b3">ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ</b> <b class="b2">has become a yoke-fellow</b> with misery, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>123</span>; cf. <b class="b3">συγκεράννυμι</b>.</span>
|Definition=[[yoke together]], [[join in marriage]], τινά τινι Plu.''Cam.''2, cf. Sor.1.34:—Pass., <b class="b3">ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ</b> [[has become a yoke-fellow]] with misery, [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''123; cf. [[συγκεράννυμι]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0964.png Seite 964]] (s. [[ζεύγνυμι]]), mit einander od. zusammen verbinden; ὁθούνεκ' ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ, Soph. Ai. 123, Einen ans Unglück fesseln; bes. von der Ehe, τοὺς ἀγάμους ταῖς χηρευούσαις γυναιξί, Plut. Camill. 2; Luc. Tox. 25.
}}
{{bailly
|btext=unir : τινά τινι une personne à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταζεύγνυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-καταζεύγνυμι samen onder een juk brengen verbinden met, binden aan, pass. met dat.. Soph. Ai. 123. in een huwelijk verbinden met, met acc. en dat.. Plut. Cam. 2.4.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαταζεύγνῡμι:''' [[сопрягать]], [[сочетать браком]] (τινά τινι Plut., Luc.): ἄτῃ συγκαταζευχθῆναι κακῇ Soph. быть обреченным на несчастье.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνδέω]] με γάμο, [[παντρεύω]] («τοὺς ἀγάμους... ζημίαις ἀπειλοῦντα συγκαταζεῡξαι ταῖς χηρευούσαις γυναιξί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγκαταζεύγνυμαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[δένω]] τη ζωή μου με [[κάτι]] («ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταζεύγνυμι]] «[[ζεύω]] [[μαζί]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκαταζεύγνῡμι:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ζεύω]], [[δένω]] μαζί με, [[παντρεύω]] κάποιον, <i>τινά τινι</i>, σε Πλούτ. — Παθ., <i>ἄτῃ συγκατέζευκται</i>, έχει δεθεί [[στενά]], έχει παντρευτεί τη [[δυστυχία]] του, σε Σοφ.
}}
{{ls
|lstext='''συγκαταζεύγνῡμι''': μέλλ. -ξω, συζευγνύω, [[συνδέω]], εἰς γάμον, τινά τινι Πλουτ. Κάμιλλ. 2. - Παθ., ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ, συνέζευκται δεινῇ ἄτῃ, [[εἶναι]] συνεζευγμένος μετὰ δεινῆς δυστυχίας, Σοφ. Αἴ. 123· πρβλ. [[συγκεράννυμι]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[yoke]] [[together]], [[join]] in [[marriage]], τινά τινι Plut.:—Pass., ἄτῃ συγκατέζευκται has [[become]] a [[yoke]]-[[fellow]] with [[misery]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταζεύγνῡμι Medium diacritics: συγκαταζεύγνυμι Low diacritics: συγκαταζεύγνυμι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: synkatazeúgnymi Transliteration B: synkatazeugnymi Transliteration C: sygkatazeygnymi Beta Code: sugkatazeu/gnumi

English (LSJ)

yoke together, join in marriage, τινά τινι Plu.Cam.2, cf. Sor.1.34:—Pass., ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ has become a yoke-fellow with misery, S.Aj.123; cf. συγκεράννυμι.

German (Pape)

[Seite 964] (s. ζεύγνυμι), mit einander od. zusammen verbinden; ὁθούνεκ' ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ, Soph. Ai. 123, Einen ans Unglück fesseln; bes. von der Ehe, τοὺς ἀγάμους ταῖς χηρευούσαις γυναιξί, Plut. Camill. 2; Luc. Tox. 25.

French (Bailly abrégé)

unir : τινά τινι une personne à une autre.
Étymologie: σύν, καταζεύγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καταζεύγνυμι samen onder een juk brengen verbinden met, binden aan, pass. met dat.. Soph. Ai. 123. in een huwelijk verbinden met, met acc. en dat.. Plut. Cam. 2.4.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταζεύγνῡμι: сопрягать, сочетать браком (τινά τινι Plut., Luc.): ἄτῃ συγκαταζευχθῆναι κακῇ Soph. быть обреченным на несчастье.

Greek Monolingual

Α
1. συνδέω με γάμο, παντρεύω («τοὺς ἀγάμους... ζημίαις ἀπειλοῦντα συγκαταζεῡξαι ταῖς χηρευούσαις γυναιξί», Πλούτ.)
2. μέσ. συγκαταζεύγνυμαι
μτφ. δένω τη ζωή μου με κάτι («ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταζεύγνυμι «ζεύω μαζί»].

Greek Monotonic

συγκαταζεύγνῡμι: μέλ. -ξω, ζεύω, δένω μαζί με, παντρεύω κάποιον, τινά τινι, σε Πλούτ. — Παθ., ἄτῃ συγκατέζευκται, έχει δεθεί στενά, έχει παντρευτεί τη δυστυχία του, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταζεύγνῡμι: μέλλ. -ξω, συζευγνύω, συνδέω, εἰς γάμον, τινά τινι Πλουτ. Κάμιλλ. 2. - Παθ., ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ, συνέζευκται δεινῇ ἄτῃ, εἶναι συνεζευγμένος μετὰ δεινῆς δυστυχίας, Σοφ. Αἴ. 123· πρβλ. συγκεράννυμι.

Middle Liddell

fut. ξω
to yoke together, join in marriage, τινά τινι Plut.:—Pass., ἄτῃ συγκατέζευκται has become a yoke-fellow with misery, Soph.