ὑδρωπικός: Difference between revisions
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(strοng) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ydropikos | |Transliteration C=ydropikos | ||
|Beta Code=u(drwpiko/s | |Beta Code=u(drwpiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑδρωπική, ὑδρωπικόν, [[suffering from dropsy]], Hp.''Aph.''6.27, Arist. ''Pr.'' 871b24, Plb.13.2.2, Dsc.1.103, ''Ev.Luc.''14.2, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1088.63 (i A. D.), Sor.2.63: metaph., ναῦς ὑ. ''AP''11.332 (Nicarch.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1174.png Seite 1174]] zum [[ὕδρωψ]] gehörig, wassersüchtig; Arist. probl. 3, 5; Pol. 13, 2, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1174.png Seite 1174]] zum [[ὕδρωψ]] gehörig, wassersüchtig; Arist. probl. 3, 5; Pol. 13, 2, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[hydropique]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕδρωψ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑδρωπικός:''' [[страдающий водянкой]] Arst.: [[ναῦς]] ὑδρωπική Anth. корабль с течью. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑδρωπικός''': -ή, -όν, ([[ὕδρωψ]]) ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Προβλ. 3. 5, 7· μεταφορ., [[ναῦς]] ὑδρ. Ἀνθ. Π. 11. 332. ΙΙ. ὁ ἐξ ὕδρωπος προερχόμενος, [[οἴδημα]], [[πάθος]] Ἰατρ. - τὸ ὑδρωπικὸν = [[ὕδρωψ]], Λογγῖν. 3. 4. | |lstext='''ὑδρωπικός''': -ή, -όν, ([[ὕδρωψ]]) ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Προβλ. 3. 5, 7· μεταφορ., [[ναῦς]] ὑδρ. Ἀνθ. Π. 11. 332. ΙΙ. ὁ ἐξ ὕδρωπος προερχόμενος, [[οἴδημα]], [[πάθος]] Ἰατρ. - τὸ ὑδρωπικὸν = [[ὕδρωψ]], Λογγῖν. 3. 4. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from a [[compound]] of [[ὕδωρ]] and a derivative of [[ὀπτάνομαι]] (as if looking [[watery]]); to be "[[dropsical]]": [[have]] the [[dropsy]]. | |strgr=from a [[compound]] of [[ὕδωρ]] and a derivative of [[ὀπτάνομαι]] (as if looking [[watery]]); to be "[[dropsical]]": [[have]] the [[dropsy]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=ὑδρωπικη, ὑδρωπικον ([[ὕδρωψ]], the [[dropsy]], i. e. [[internal]] [[water]]), [[dropsical]], [[suffering]] from [[dropsy]]: [[Aristotle]]), [[Polybius]] 13,2, 2; (others).) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑδρωπικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ὕδρωψ]], -<i>ωπος</i>]<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[υδρωπικία]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύδρωπα ή και αυτός που προέρχεται από την [[παραπάνω]] νόσο (α. «υδρωπικά συμπτώματα» β. «ὑδρωπικαὶ ἐκδηλώσεις», Ορειβ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑδρωπικόν</i><br />η [[νόσος]] ύδρωπας. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑδρωπικός:''' -ή, -όν, [[υδρωπικός]], [[οιδηματώδης]]· μεταφ., [[ναῦς]] ὑδρωπική, σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὑδρωπικός]], ή, όν<br />[[dropsical]]: metaph., [[ναῦς]] ὑδρ. Anth. | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':ØdrwpikÒj 虛得羅-哦披可士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':水濕-觀看<br />'''字義溯源''':患水腫的,水腫的,水臌的,患水臌的;由([[ὕδωρ]])=水)與([[ὀπτάνομαι]])*=注視)組成,其中 ([[ὕδωρ]])出自([[ὑετός]])=雨水),而 ([[ὑετός]])又出自([[ὕψωμα]])X*=下雨)<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 水臌的(1) 路14:2 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑδρωπική, ὑδρωπικόν, suffering from dropsy, Hp.Aph.6.27, Arist. Pr. 871b24, Plb.13.2.2, Dsc.1.103, Ev.Luc.14.2, POxy.1088.63 (i A. D.), Sor.2.63: metaph., ναῦς ὑ. AP11.332 (Nicarch.).
German (Pape)
[Seite 1174] zum ὕδρωψ gehörig, wassersüchtig; Arist. probl. 3, 5; Pol. 13, 2, 6.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
hydropique.
Étymologie: ὕδρωψ.
Russian (Dvoretsky)
ὑδρωπικός: страдающий водянкой Arst.: ναῦς ὑδρωπική Anth. корабль с течью.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρωπικός: -ή, -όν, (ὕδρωψ) ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Προβλ. 3. 5, 7· μεταφορ., ναῦς ὑδρ. Ἀνθ. Π. 11. 332. ΙΙ. ὁ ἐξ ὕδρωπος προερχόμενος, οἴδημα, πάθος Ἰατρ. - τὸ ὑδρωπικὸν = ὕδρωψ, Λογγῖν. 3. 4.
English (Strong)
from a compound of ὕδωρ and a derivative of ὀπτάνομαι (as if looking watery); to be "dropsical": have the dropsy.
English (Thayer)
ὑδρωπικη, ὑδρωπικον (ὕδρωψ, the dropsy, i. e. internal water), dropsical, suffering from dropsy: Aristotle), Polybius 13,2, 2; (others).)
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑδρωπικός, -ή, -όν, ΝΑ ὕδρωψ, -ωπος]
1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδρωπικία
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύδρωπα ή και αυτός που προέρχεται από την παραπάνω νόσο (α. «υδρωπικά συμπτώματα» β. «ὑδρωπικαὶ ἐκδηλώσεις», Ορειβ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδρωπικόν
η νόσος ύδρωπας.
Greek Monotonic
ὑδρωπικός: -ή, -όν, υδρωπικός, οιδηματώδης· μεταφ., ναῦς ὑδρωπική, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὑδρωπικός, ή, όν
dropsical: metaph., ναῦς ὑδρ. Anth.
Chinese
原文音譯:ØdrwpikÒj 虛得羅-哦披可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:水濕-觀看
字義溯源:患水腫的,水腫的,水臌的,患水臌的;由(ὕδωρ)=水)與(ὀπτάνομαι)*=注視)組成,其中 (ὕδωρ)出自(ὑετός)=雨水),而 (ὑετός)又出自(ὕψωμα)X*=下雨)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 水臌的(1) 路14:2