ἔξυπνος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(T22)
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksypnos
|Transliteration C=eksypnos
|Beta Code=e)/cupnos
|Beta Code=e)/cupnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">awakened out of sleep</b>, ἔ. γενέσθαι <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Es.</span>3.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>16.27</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>11.3.2</span>, Zos.Alch.<span class="bibl">p.118</span> B. Adv. -νως <span class="bibl"><span class="title">PGiss.</span>1.19.4</span> (ii A. D.).</span>
|Definition=ἔξυπνον, [[awakened out of sleep]], ἔ. γενέσθαι [[LXX]] ''1 Es.''3.3, ''Act.Ap.''16.27, J.''AJ''11.3.2, Zos.Alch.p.118 B. Adv. [[ἐξύπνως]] ''PGiss.''1.19.4 (ii A. D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0890.png Seite 890]] aufgeweckt, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0890.png Seite 890]] aufgeweckt, [[NT|N.T.]]
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[réveillé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὕπνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξυπνος:''' [[проснувшийся]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔξυπνος''': -ον, ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγηγερμένος, [[ἔξυπνος]], «ξυπνητός», ὡς καὶ νῦν, ἔξ. γενέσθαι Πράξ. Ἀποστ. ιϛʹ, 27˙ παρὰ Μ. Ἀντων. 10. 13, ἐξ ὕπνου γενέσθαι.
|lstext='''ἔξυπνος''': -ον, ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγηγερμένος, [[ἔξυπνος]], «ξυπνητός», ὡς καὶ νῦν, ἔξ. γενέσθαι Πράξ. Ἀποστ. ιϛʹ, 27˙ παρὰ Μ. Ἀντων. 10. 13, ἐξ ὕπνου γενέσθαι.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />réveillé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὕπνος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἐξυπνον ([[ὕπνος]]), roused [[out]] of [[sleep]]: Josephus, Antiquities 11,3, 2).)  
|txtha=ἐξυπνον ([[ὕπνος]]), roused [[out]] of [[sleep]]: Josephus, Antiquities 11,3, 2).)
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξυπνος]], -ον) [[ύπνος]]<br />[[ξύπνιος]], αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο ή δεν έχει κοιμηθεί [[ακόμη]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άγρυπνος]], σε [[εγρήγορση]], [[προσεκτικός]]<br /><b>2.</b> ο [[ευφυής]], αυτός που βρίσκεται σε πνευματική [[εγρήγορση]] και έχει [[ταχεία]] [[αντίληψη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔξυπνος:''' -ον, αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο, αφυπνισμένος, [[ξύπνιος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἔξ-υπνος, ον<br />awakened out of [[sleep]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':œxupnoj 誒克士-語普挪士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':出去-睡<br />'''字義溯源''':醒著的,喚醒的,醒;由(ἐκ / [[ἐκπερισσῶς]] / [[ἐκφωνέω]])*=出來)與([[ὕπνος]])*=睡)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 醒(1) 徒16:27
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξυπνος Medium diacritics: ἔξυπνος Low diacritics: έξυπνος Capitals: ΕΞΥΠΝΟΣ
Transliteration A: éxypnos Transliteration B: exypnos Transliteration C: eksypnos Beta Code: e)/cupnos

English (LSJ)

ἔξυπνον, awakened out of sleep, ἔ. γενέσθαι LXX 1 Es.3.3, Act.Ap.16.27, J.AJ11.3.2, Zos.Alch.p.118 B. Adv. ἐξύπνως PGiss.1.19.4 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 890] aufgeweckt, N.T.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
réveillé.
Étymologie: ἐξ, ὕπνος.

Russian (Dvoretsky)

ἔξυπνος: проснувшийся NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξυπνος: -ον, ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγηγερμένος, ἔξυπνος, «ξυπνητός», ὡς καὶ νῦν, ἔξ. γενέσθαι Πράξ. Ἀποστ. ιϛʹ, 27˙ παρὰ Μ. Ἀντων. 10. 13, ἐξ ὕπνου γενέσθαι.

English (Strong)

from ἐκ and ὕπνος; awake: X out of sleep.

English (Thayer)

ἐξυπνον (ὕπνος), roused out of sleep: Josephus, Antiquities 11,3, 2).)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔξυπνος, -ον) ύπνος
ξύπνιος, αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο ή δεν έχει κοιμηθεί ακόμη
μσν.- νεοελλ.
1. άγρυπνος, σε εγρήγορση, προσεκτικός
2. ο ευφυής, αυτός που βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση και έχει ταχεία αντίληψη.

Greek Monotonic

ἔξυπνος: -ον, αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο, αφυπνισμένος, ξύπνιος, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἔξ-υπνος, ον
awakened out of sleep, NTest.

Chinese

原文音譯:œxupnoj 誒克士-語普挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:出去-睡
字義溯源:醒著的,喚醒的,醒;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出來)與(ὕπνος)*=睡)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 醒(1) 徒16:27