ἀπαγής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαγής]] (-οῡς), -ές (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το πολύ μικρό [[πουλί]], ο [[άπτερος]] [[νεοσσός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[στερεός]], ο [[σκληρός]], ο [[μαλακός]] («πῑλοι ἀπαγέες» — [[μαλακά]] καλύμματα της κεφαλής, τιάρες—Ηρόδοτος)<br /><b>2.</b> ο μη [[στερεός]], ο [[υγρός]] («[[ὕδωρ]]... ἀπαγές», [[Πλούταρχος]])<br /><b>3.</b> (για τη [[σάρκα]]) [[πλαδαρός]] (Διογ. Λαέρτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευπαγής]], [[συμπαγής]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἀπαγής]] (-οῡς), -ές (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το πολύ μικρό [[πουλί]], ο [[άπτερος]] [[νεοσσός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[στερεός]], ο [[σκληρός]], ο [[μαλακός]] («πῑλοι ἀπαγέες» — [[μαλακά]] καλύμματα της κεφαλής, τιάρες—Ηρόδοτος)<br /><b>2.</b> ο μη [[στερεός]], ο [[υγρός]] («[[ὕδωρ]]... ἀπαγές», [[Πλούταρχος]])<br /><b>3.</b> (για τη [[σάρκα]]) [[πλαδαρός]] (Διογ. Λαέρτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευπαγής]], [[συμπαγής]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), αυτός που δεν είναι [[σταθερός]], [[σκληρός]] ή [[στερεός]], λέγεται για τις τιάρες των Περσών, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 21:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰγής Medium diacritics: ἀπαγής Low diacritics: απαγής Capitals: ΑΠΑΓΗΣ
Transliteration A: apagḗs Transliteration B: apagēs Transliteration C: apagis Beta Code: a)pagh/s

English (LSJ)

ές, (πήγνυμι)

   A not firm or stiff, πῖλοι ἀπαγέες Hdt.7.61; of water, ἀ. καὶ ἀσύστατον Plu.2.949b, cf. Gal.8.677; ὀστοῦν ἔτι ἄ. Antyll. ap. Orib.46.27.5; of flesh, flabby, D.L.7.1, Poll.1.191.

German (Pape)

[Seite 273] ές (πήγνυμι), nicht zusammengefügt, nicht fest, πῖλος Her. 7, 61. 64; Sp.; nicht von fester Leibesbeschaffenheit, D. L. 7, 1; nicht kompakt, von Wasser, Plut. pr. frig. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ὁ μὴ στερεὸς ἢ σκληρός, μαλακός, πῖλοι ἀπαγέες, περὶ τῶν Περσικῶν τιαρῶν, Πέρσαι... περὶ τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιήρας καλεομένους πίλους ἀπαγέας, μὴ συμπαγεῖς ἀλλὰ μαλακούς, Ἡρόδ. 7. 61· πιθανῶς άντιθέτους τῶν κυρβασιῶν, αἵτινες ἦσαν συμπαγεῖς καὶ ὀρθαί, Σάκαι δὲ οἱ Σκύθαι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας ὀρθὰς εἶχον πεπηγυίας αὐτόθι 64: ― ἐπὶ ὕδατος, ἀπαγὲς καὶ ἀσύστατον Πλούτ. 2. 949Β: ― ἐπὶ σαρκός, χαλαρός, πλαδαρός, χαῦνος, Διογ. Λ. 7. 1, Πολυδ. 1. 191· ἐπὶ των ἀπτέρων ἔτι νεοσσῶν, καὶ τοὺς ἀπαγεῖς οὐκ ἐῶσι φιλτάτους κτλ. Φιλῆς Περ. Ζ. 12. 33.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans consistance.
Étymologie: ἀ, πήγνυμι.

Spanish (DGE)

-ές
1 flexible πίλους ἀπαγέας Hdt.7.61
fluido del agua ἀ. καὶ ἀσύστατον Plu.2.949b, τὸ ὑγρὸν στοιχεῖον Gal.8.677
blando τὸ γὰρ ὀστοῦν ἔτι ἀ. Antyll. en Orib.46.28.5, de la carne, D.L.7.1, Poll.1.191.
2 fig. incierto ὁ λόγος Gr.Nyss.Or.Catech.1 (p.8.11)
subst. τὸ ἀ. incertidumbre τὸ περὶ τὴν πρόρρησιν ἀπαγές Gr.Nyss.M.45.165B.

Greek Monolingual

ἀπαγής (-οῡς), -ές (AM)
μσν.
το πολύ μικρό πουλί, ο άπτερος νεοσσός
αρχ.
1. αυτός που δεν είναι στερεός, ο σκληρός, ο μαλακός («πῑλοι ἀπαγέες» — μαλακά καλύμματα της κεφαλής, τιάρες—Ηρόδοτος)
2. ο μη στερεός, ο υγρόςὕδωρ... ἀπαγές», Πλούταρχος)
3. (για τη σάρκα) πλαδαρός (Διογ. Λαέρτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. ευπαγής, συμπαγής κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που δεν είναι σταθερός, σκληρός ή στερεός, λέγεται για τις τιάρες των Περσών, σε Ηρόδ.