ἀποδοχή: Difference between revisions
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀποδοχή]]) [[αποδέχομαι]]<br /><b>1.</b> το να γίνεται δεκτό [[κάτι]] που επιστρέφεται, η [[παραλαβή]]<br /><b>2.</b> η [[παραδοχή]], η [[συγκατάθεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι αποδοχές</i><br />το [[σύνολο]] της αμοιβής υπαλλήλου ([[μισθός]], [[επιμίσθιο]], επιδόματα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[επιδοκιμασία]]<br /><b>2.</b> η ευνοϊκή [[υποδοχή]]<br /><b>3.</b> [[χώρος]] υποδοχής. | |mltxt=η (AM [[ἀποδοχή]]) [[αποδέχομαι]]<br /><b>1.</b> το να γίνεται δεκτό [[κάτι]] που επιστρέφεται, η [[παραλαβή]]<br /><b>2.</b> η [[παραδοχή]], η [[συγκατάθεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι αποδοχές</i><br />το [[σύνολο]] της αμοιβής υπαλλήλου ([[μισθός]], [[επιμίσθιο]], επιδόματα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[επιδοκιμασία]]<br /><b>2.</b> η ευνοϊκή [[υποδοχή]]<br /><b>3.</b> [[χώρος]] υποδοχής. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποδοχή:''' ἡ ([[ἀποδέχομαι]]), το να δέχεται [[κάποιος]] [[κάτι]] που του επιστρέφεται, [[παραλαβή]] επιστρεφομένου πράγματος, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
Aeol. ἀπυδοχά, ἡ,
A receiving back, having restored to one, opp. ἀπόδοσις, Th.4.81. 2 entertainment, reception, ξένων J.AJ12.2.12 (s.v.l.). 3 place of reception, γῆ ἀ. πάντων Secund.Sent.15. II acceptance, approbation, favour, ἀποδοχῆς τυγχάνειν παρά τινι Plb.1.5.5, cf. J.AJ6.14.4; ἀ. ἀξιοῦσθαι Plb.2.56.1, cf. D.S.12.53; μετ' εὐχαριστίας καὶ ἀποδοχῆς Phld.D.3.2; εἶναι ἐν ἀ. τῷ δήμῳ SIG807.21 (Magn. Mae., i A. D.); εἶναι ἐν τῇ καλλίστῃ ἀ. AJA18.324 (Sardes); ἐν ἀ. ἔχην τινά GDI311 (Cyme); πάσης ἀ. ἄξιος 1 Ep.Ti.1.15, cf. SIG 867.21 (Ephesus, ii A. D.), Hp.Ep.20. III acceptation, meaning of terms, S.E.M.1.232.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδοχή: ἡ, (ἀποδέχομαι), τὸ δέχεσθαί τι ἐπιστρεφόμενον, παραλαβή, ἀντίθετον τῷ ἀπόδοσις, Θουκ. 4. 81. ΙΙ. ἀποδοχή, ἐπιδοκιμασία, εὔνοια, συχν. παρὰ Πολυβ., Διόδ., κλ.· ἀποδοχῆς τυγχάνειν παρά τινι Πολύβ. 1. 5, 5, κ. ἀλλ.· ἀπ. ἀξιοῦσθαι ὁ αὐτ. 2. 56, 1· ἐν ἀπ. ἔχειν τινὰ Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 29, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
recouvrement.
Étymologie: ἀποδέχομαι.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): eol. ἀπυδόχᾱ GDI 311.19 (Cime)
I 1acción de recobrar ἀνταπόδοσιν καὶ ἀποδοχὴν χωρίων Th.4.81
•recepción, acogida τυχὼν δὲ μετρίας ἀποδοχῆς Plb.33.18.5, ἀ. ξένων I.AI 12.94.
2 receptora γῆ ... ἀ. πάντων Secund.Sent.7.
II aceptación, aprobación ἔργον ... ἀποδοχῆς πάσης Hp.Ep.20, ἀποδοχῆς τυγχάνει παρά τοῖς ἀκούουσιν Plb.1.5.5, μεγάλης ἀποδοχῆς ἔτυχε Plb.6.11a.7, τυγχάνειν ἀποδοχῆς I.AI 6.347, ἀποδοχῆς ἠξιοῦτο D.S.12.53, τῆς αὐτοματοποιητικῆς πραγματείας ὑπὸ τῶν πρότερον ἀποδοχῆς ἠξιωμένης Hero Aut.1.1, μετ' ... εὐχαριστίας τε κ(αὶ) ἀποδοχῆς Phld.D.3.col.2.15, ἀποδοχῆς ἀξιοῦται Φύλαρχος Filarco es digno de crédito Plb.2.56.1, πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος 1Ep.Ti.1.15
•favor, popularidad μεγάλης ἀποδοχῆς ἀξιούμενον παρὰ ταῖς δυνάμεσιν gozando de gran popularidad entre las tropas Plb.5.41.4, εἶναι ἐν ἀποδοχῇ τῷ δήμῳ gozar del favor del pueblo, IM 113.21 (I d.C.), εἶναι ... ἐν τῇ καλλίστη καὶ ἐν τούτοις ἀποδοχῆ (sic) Sardis 8.38, ἔχην ἐν τᾶ καλλίστα ... καὶ ἀπυδόχα (sic) GDI 311.29 (Cime), ἀνδρὸς ... πάσης τειμῆς καὶ ἀποδοχῆς ἀξίου SIG 867.21 (Éfeso II d.C.).
III acepción, significado ὀνομάτων τινῶν S.E.M.1.232.
English (Strong)
from ἀποδέχομαι; acceptance: acceptation.
English (Thayer)
ἀποδοχῆς, ἡ (ἀποδέχομαι, which see), reception, admission, acceptance, approbation (A. V. acceptation): Polybius 2,56, 1; 6,2, 13, etc.; ὁ λόγος ἀποδοχῆς τυγχάνει id. 1,5, 5; Diodorus 4,84; Josephus, Antiquities 6,14, 4; others (cf. Field, Otium Norv. pars iii., p. 124).)
Greek Monolingual
η (AM ἀποδοχή) αποδέχομαι
1. το να γίνεται δεκτό κάτι που επιστρέφεται, η παραλαβή
2. η παραδοχή, η συγκατάθεση
νεοελλ.
στον πληθ. οι αποδοχές
το σύνολο της αμοιβής υπαλλήλου (μισθός, επιμίσθιο, επιδόματα)
αρχ.
1. η επιδοκιμασία
2. η ευνοϊκή υποδοχή
3. χώρος υποδοχής.
Greek Monotonic
ἀποδοχή: ἡ (ἀποδέχομαι), το να δέχεται κάποιος κάτι που του επιστρέφεται, παραλαβή επιστρεφομένου πράγματος, σε Θουκ.