ἀποφράγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.

Source
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>βλ.</b> [[αποφράζω]].
|mltxt=<b>βλ.</b> [[αποφράζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποφράγνῡμι:''' ή -ύω, [[περιφράζω]], [[αποκλείω]], [[αποχωρίζω]], σε Θουκ.· μεταφ., σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφράγνῡμι Medium diacritics: ἀποφράγνυμι Low diacritics: αποφράγνυμι Capitals: ΑΠΟΦΡΑΓΝΥΜΙ
Transliteration A: apophrágnymi Transliteration B: apophragnymi Transliteration C: apofragnymi Beta Code: a)pofra/gnumi

English (LSJ)

(better ἀποφορτ-φάργ-),

   A fence off, block, τὰς ὁδοὺς ἀπεφάργνυσαν Th.7.74: metaph., ἀποφάργνυσαι κύκλῳ τὸ πρᾶγμα S.Ant.241.

German (Pape)

[Seite 335] (s. φράγνυμι), verzäunen, verstopfen, Thuc. 7, 74; εὖ γε στοχάζει κἀποφράγνυσαι κύκλῳ τὸ πρᾶγμα, du verzäunst dich, schützest dich rings (dich von der That absondernd) gegen die That, wälzest die Schuld von dir, Soph. Ant. 241, s. ἀποφράττω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφράγνῡμι: ἢ -ύω, ἀποφράττω διὰ φραγμοῦ, ἀποχωρίζω, ἀποκλείω, τὰς ὁδοὺς ἀπεφράγνυσαν Θουκ. 7.74: μεταφ., ἀποφράγνυσαι (ὁ Δινδ. ἀποφάργνυσαι) κύκλῳ τὸ πρᾶγμα, «ἀσφαλίζῃ» (Σχόλ.) Σοφ. Ἀντ. 241: πρβλ. ἀποφράσσω.

French (Bailly abrégé)

enfermer ; obstruer ; fig. κἀποφράγνυσαι κύκλῳ τὸ πρᾶγμα SOPH et tu entoures d’avance de mille précautions le récit de l’événement.
Étymologie: ἀπό, φράγνυμι.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -φάργ- Th.7.74, 8.104
obstruir con barricadas u obstáculos, bloquear τῷ ... πεζῷ ... τὰς ... ὁδοὺς Th.7.74, ἀποφάρξασθαι αὐτούς (e.d. los atenienses), Th.8.104
obstruir, taponar con cera los oídos de los compañeros de Odiseo, Eust.1708
fig. tapar, esconder ἀποφράγνυσαι κύκλῳ τὸ πρᾶγμα levantas una barrera en torno a los hechos S.Ant.241.

Greek Monolingual

βλ. αποφράζω.

Greek Monotonic

ἀποφράγνῡμι: ή -ύω, περιφράζω, αποκλείω, αποχωρίζω, σε Θουκ.· μεταφ., σε Σοφ.