ἀπαιδευσία: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀπαιδευσία]])<br />[[έλλειψη]] παίδευσης, [[αμορφωσιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αμάθεια]], [[άγνοια]], [[χωριατιά]]<br /><b>2.</b> [[απειρία]], [[ανικανότητα]]<br />(«άπαιδευσία πλούτου» — [[ανικανότητα]] στη [[διαχείριση]] χρημάτων, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έλλειψη]] άσκησης («ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς» — από [[έλλειψη]] άσκησης στη [[συγκράτηση]] της οργής).
|mltxt=η (AM [[ἀπαιδευσία]])<br />[[έλλειψη]] παίδευσης, [[αμορφωσιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αμάθεια]], [[άγνοια]], [[χωριατιά]]<br /><b>2.</b> [[απειρία]], [[ανικανότητα]]<br />(«άπαιδευσία πλούτου» — [[ανικανότητα]] στη [[διαχείριση]] χρημάτων, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έλλειψη]] άσκησης («ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς» — από [[έλλειψη]] άσκησης στη [[συγκράτηση]] της οργής).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαιδευσία:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[έλλειψη]] εκπαιδεύσεως, σε Θουκ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[άγνοια]], [[αμάθεια]], [[αδαημοσύνη]], αγροίκοι τρόποι, [[σκαιότητα]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., <i>ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς</i>, λόγω της έλλειψης εκπαιδεύσεως για την [[αυτοσυγκράτηση]] της οργής, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 20:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιδευσία Medium diacritics: ἀπαιδευσία Low diacritics: απαιδευσία Capitals: ΑΠΑΙΔΕΥΣΙΑ
Transliteration A: apaideusía Transliteration B: apaideusia Transliteration C: apaidefsia Beta Code: a)paideusi/a

English (LSJ)

Ion. -ιή, ἡ,

   A want of education, Democr.212, Pl.R. 514a, al.; μετὰ ἀπαιδευσίας Th.3.42; δι' ἀπαιδευσίαν Arist.Rh.1356a29; δι' ἀ. τῶν ἀναλυτικῶν Id.Metaph.1005b3, cf. 1006a6; ἀ. πλούτου ἐστὶ τὸ νεόπλουτον εἶναι Id.Rh.1391a17.    2 stupidity, Pl.Grg.527e, al., Aeschin.1.144; ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς from bigotry of passion, Th.3.84.

German (Pape)

[Seite 275] ἡ, Mangel an Erziehung u. Bildung, Thuc. 3, 42. 84 u. Folgde; καὶ κακὴ τροφή Plat. Rep. VIII, 552 e; καὶ ἀπειρία Hipp. mai. 293 d; ἀπαιδευσίαν ὁμολογεῖν, = ἰδιώτης εἶναι, Luc. Nigr. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιδευσία: ἡ, ἡ ἔλλειψις παιδεύσεως, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὴν παιδείαν, Πλάτ. Πολ. 514Α, κ. ἀλλ.: μετὰ ἀπαιδευσίας Θουκ. 3. 42· δι’ ἀπαιδευσίαν Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 7· δι’ ἀπαιδευσίαν τινὸς ὁ αὐτ. Μεταφ. 3. 3. 5, πρβλ. 3. 4, 2· ἀπαιδευσία πλούτου, ἀπειρία περὶ τὰ χρήματα, δηλ. ἐν τῇ διαχειρίσει αὐτῶν, ὁ αὐτ. Ρητ. 2. 16, 4. 2) ἀμάθεια, ἄγνοια, ἀβελτερία, ἀγροικία, σκαιότης, Πλάτ. Γοργ. 527Ε, κ. ἀλλ., Αἰσχίν. 18. 36, κτλ. ΙΙ. ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς, ἐλλείψει παιδεύσεως εἰς τὸ κρατεῖν τῆς ὀργῆς, Θουκ. 3. 84.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 manque d’éducation ou d’instruction;
2 impuissance à maîtriser.
Étymologie: ἀπαίδευτος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Ep.10, Democr.B 212
1 comportamiento grosero o zafio ἡμερήσιοι ὕπνοι ... ψυχῆς ... ἀπαιδευσίην σημαίνουσι Democr.l.c.
comportamiento tiránico de un emperador, Wilcken Chr.1.20.2.13 (II d.C.)
falta de dominio ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς Th.3.84.
2 comportamiento estúpido μετὰ ἀπαιδευσίας καὶ βραχύτητος γνώμης Th.3.42, εἰς τοσοῦτον ἥκομεν ἀπαιδευσίας Pl.Grg.527d, μετὰ τοιαύτην ἀπαιδευσίαν Aeschin.2.113.
3 desconocimiento, ignorancia μένειν ἐν ἀπαιδευσίῃ Hp.l.c., παιδείας τε πέρι καὶ ἀπαιδευσίας Pl.R.514a, διὰ ἀπαιδευσίαν τῶν ἀναλυτικῶν τοῦτο δρῶσιν hacen esto por desconocimiento de la ciencia analítica Arist.Metaph.1005b3, ἀξιοῦσι δὴ καὶ τοῦτο ἀποδεικνύναι τινὲς δι' ἀπαιδευσίαν· ἔστι γὰρ ἀπαιδευσία τὸ μὴ γιγνώσκειν τίνων δεῖ ζητεῖν ἀπόδειξιν Arist.Metaph.1006a6
falta de criterio Arist.EE 1217a8, cf. Hsch.
incultura Θρᾳκῶν Ael.VH 8.6, ἐκφρονήσας ὑπ' ἀπαιδευσίας D.C.52.8.8.

Greek Monolingual

η (AM ἀπαιδευσία)
έλλειψη παίδευσης, αμορφωσιά
αρχ.
1. αμάθεια, άγνοια, χωριατιά
2. απειρία, ανικανότητα
(«άπαιδευσία πλούτου» — ανικανότητα στη διαχείριση χρημάτων, Αριστοτ.)
3. έλλειψη άσκησης («ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς» — από έλλειψη άσκησης στη συγκράτηση της οργής).

Greek Monotonic

ἀπαιδευσία: ἡ,
I. 1. έλλειψη εκπαιδεύσεως, σε Θουκ., Πλάτ.
2. άγνοια, αμάθεια, αδαημοσύνη, αγροίκοι τρόποι, σκαιότητα, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. με γεν., ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς, λόγω της έλλειψης εκπαιδεύσεως για την αυτοσυγκράτηση της οργής, σε Θουκ.