ἕλος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(11)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἕλος]], Α και ἕλεος)<br /><b>1.</b> [[έκταση]] που καλύπτεται μόνιμα από λιμνάζοντα νερά<br /><b>2.</b> [[βαλτώδης]] [[τόπος]], βαλτολίβαδο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σύμφυτος]] [[τόπος]], [[δάσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία ένσιγμου θέματος [[λέξη]] που προέρχεται από ΙΕ τ. <i>selos</i> και αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. <i>saras</i>- όπως και το [[έλειος]] στο <i>sarasiya</i>-. Η [[σύνδεση]] με αρχ. ελλ. <i>ύλη</i> ή λατ. <i>silva</i> δεν έχει ισχυρή [[βάση]]].
|mltxt=το (AM [[ἕλος]], Α και ἕλεος)<br /><b>1.</b> [[έκταση]] που καλύπτεται μόνιμα από λιμνάζοντα νερά<br /><b>2.</b> [[βαλτώδης]] [[τόπος]], βαλτολίβαδο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σύμφυτος]] [[τόπος]], [[δάσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία ένσιγμου θέματος [[λέξη]] που προέρχεται από ΙΕ τ. <i>selos</i> και αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. <i>saras</i>- όπως και το [[έλειος]] στο <i>sarasiya</i>-. Η [[σύνδεση]] με αρχ. ελλ. <i>ύλη</i> ή λατ. <i>silva</i> δεν έχει ισχυρή [[βάση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἕλος:''' -εος, τό, [[χαμηλός]] [[τόπος]] κοντά σε ποτάμια, ελώδες, βαλτώδες [[λιβάδι]], [[βούρκος]], βάλτος, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕλος Medium diacritics: ἕλος Low diacritics: έλος Capitals: ΕΛΟΣ
Transliteration A: hélos Transliteration B: helos Transliteration C: elos Beta Code: e(/los

English (LSJ)

εος, τό,

   A marsh-meadow, ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο Il.20.221, cf. 4.483: generally, marshy ground, ἂν δόνακας καὶ ἕλος Od.14.474, cf. Hdt.1.191, Th.1.110, Inscr.Cypr.135.9 H. (Idalium), X.HG1.2.7, etc.    2 backwater, δάσκιον ἕ. A.R.2.1283.

German (Pape)

[Seite 802] τό, der Sumpf, stehendes Gewässer; καὶ λί. μναι Plat. Legg. VII, 824 b; nach den alten Gramm. bes. σύμφυτοι, σύνδενδροι τόποι; δάσκιον ἕλος Ap. Rh. 2, 1283; bei Hom. Niederung, Aue, wo Erlen u. dgl. wachsen u. Heerden weiden, Il. 4, 483. 20, 221 Od. 14, 474; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 976; Nonn. D. 1, 112. Auch Her. u. Thuc., τὰ ἕλη, von den Niederungen Aegyptens.

Greek (Liddell-Scott)

ἕλος: -εος, τό, τόπος χαμηλὸς πλησίον ποταμῶν, λειμὼν βαλτώδης, ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο Ἰλ. Υ. 221˙ καθόλου, «βάλτος», ἂν δόνακας καὶ ἕλος Ὀδ. Ξ. 474˙ ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 1. 191, Θουκ. 1. 110, κλ. / (Ἐκ τῆς √FΕΛ, πρβλ. τὸ ὄνομα τῆς Ἑλληνικῆς ἀποικίας Ὑέλης ἢ Ἐλέας (Velia), ὡσαύτως τὴν ἐν Ρώμη Velia, περὶ ἧς Διον. ὁ Ἁλ. λέγει ὅτι ὠνομάσθη οὕτως ἐκ τῆς ἑλλ. λέξεως ἕλος (1. 20)˙ ὡσαύτως πρβλ. Velitrae (ἐπι τῆς ὄχθης τοῦ Πωμεντίνου ἕλους) καὶ vallis.)

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
bas-fond, lieu humide et marécageux ; τὰ ἕλη plaines basses et humides de l’Égypte.
Étymologie: DELG vieux th., cf. skr. sáras, i.-e. *selos.

English (Autenrieth)

εος (ϝέλος): meadow-land, marsh, Il. 4.483, Od. 14.474.

Spanish (DGE)

-εος, τό

• Grafía: chipr. e-le-i, IChS 217.9 (Idalion V a.C.)

• Morfología: [gen. contr. -ους]
1 pradera húmeda, hondonal ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο Il.20.221, cf. 4.483, 15.631, IChS l.c., Ath.Agora 19.L9.82 (IV a.C.), POxy.3808.15 (I/II d.C.), D.P.Au.1.2, Artem.5.7
ribera, margen de un río ἀπέστρεψαν εἰς τὸ ἕ. τοῦ Ιορδάνου LXX 1Ma.9.42, cf. Hsch.
2 pantano, marjal, ciénaga ἂν δόνακας καὶ ἕ. a través de cañas y pantanos, Od.14.474, cf. Hdt.1.191, X.HG 1.2.7, Democr.B 5.1, ἓν δέ τι γένος ἐν ... τοῖς ἕλεσι φύεται διαφέρον de una planta, Thphr.HP 4.8.13, τὸ ἕλος καὶ τὴν λίμνην SEG 22.508.36 (Quíos IV a.C.), δάσκιον εἰσελάσαντες ἕ. A.R.2.1283, explotado para el cultivo de papiro ἕ. παπυρικόν BGU 1121.10 (I a.C.), cf. Nic.Th.415, CPR 5.16.9 (V d.C.)
plu. marismas ὁ ἐν τοῖς ἕλεσι βασιλεύς Th.1.110, ἕλη ἐγένετο ὁ Σαρων LXX Is.33.9. • DMic.: e-re-e II.

• Etimología: De ide. *selos, cf. ai. sáras. a partir de una r. hidronímica *sel-/sol-/sl̥-, cf. ai. Sárasvatī, celt. Salo, Salmantica.

Greek Monolingual

το (AM ἕλος, Α και ἕλεος)
1. έκταση που καλύπτεται μόνιμα από λιμνάζοντα νερά
2. βαλτώδης τόπος, βαλτολίβαδο
αρχ.-μσν.
σύμφυτος τόπος, δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία ένσιγμου θέματος λέξη που προέρχεται από ΙΕ τ. selos και αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. saras- όπως και το έλειος στο sarasiya-. Η σύνδεση με αρχ. ελλ. ύλη ή λατ. silva δεν έχει ισχυρή βάση].

Greek Monotonic

ἕλος: -εος, τό, χαμηλός τόπος κοντά σε ποτάμια, ελώδες, βαλτώδες λιβάδι, βούρκος, βάλτος, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.