ἐξαναστρέφω: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαναστρέφω]] (Α)<br />[[αναποδογυρίζω]], [[ανατρέπω]], [[γκρεμίζω]] [[κάτι]] από τη [[θέση]] του («ἱδρύματα... ἐξανέστραπται βάθρων», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[ἐξαναστρέφω]] (Α)<br />[[αναποδογυρίζω]], [[ανατρέπω]], [[γκρεμίζω]] [[κάτι]] από τη [[θέση]] του («ἱδρύματα... ἐξανέστραπται βάθρων», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαναστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[εκτοξεύω]], [[ρίχνω]] [[κάτι]] με το [[κεφάλι]] προς τα [[κάτω]], με γεν., σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαναστρέφω Medium diacritics: ἐξαναστρέφω Low diacritics: εξαναστρέφω Capitals: ΕΞΑΝΑΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: exanastréphō Transliteration B: exanastrephō Transliteration C: eksanastrefo Beta Code: e)canastre/fw

English (LSJ)

   A turn upside down, μακέλλῃ Ζηνὸς ἐξαναστραφῇ S. Fr.727: c. gen. loci, hurl headlong from .., δαιμόνων ἱδρύματα . . ἐξανέστραπται βάθρων A.Pers.812.

German (Pape)

[Seite 868] von Etwas umkehren u. herabstürzen; δαιμόνων θ' ἱδρύματα ἐξανέστραπται βάθρων, sie sind von ihren Gestellen herabgestürzt, Aesch. Pers. 798; χρυσῇ μακέλλῃ Διὸς ἐξαναστραφῇ Soph. frg. 767, zu Grunde. richten.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναστρέφω: μετὰ γεν. τόπου, ἀνατρέπω τι ἔκ τινος, καταρρίπτω, δαιμόνων ἱδρύματα πρόρριζα φύρδην ἐξανέστραπται βάθρων Αἰσχύλ. Πέρσ. 812, Σοφ. Ἀποσπ. 767.

French (Bailly abrégé)

renverser de ses fondements, détruire de fond en comble : δαιμόνων ἱδρύματα ἐξανέστραπται βάθρων ESCHL les statues des dieux ont été renversées de leurs socles.
Étymologie: ἐξ, ἀναστρέφω.

Spanish (DGE)

(ἐξᾰναστρέφω)
volver de arriba abajo, derribar completamente en v. pas. δαιμόνων θ' ἱδρύματα ... ἐξανέστραπται βάθρων A.Pers.812, cf. S.Fr.727.

Greek Monolingual

ἐξαναστρέφω (Α)
αναποδογυρίζω, ανατρέπω, γκρεμίζω κάτι από τη θέση του («ἱδρύματα... ἐξανέστραπται βάθρων», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

ἐξαναστρέφω: μέλ. -ψω, εκτοξεύω, ρίχνω κάτι με το κεφάλι προς τα κάτω, με γεν., σε Αισχύλ.