θυμόσοφος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[θυμόσοφος]], -ον)<br />αυτός που έχει έμφυτη και κατ' [[έμπνευση]] [[σοφία]], ο εκ φύσεως [[σοφός]], ο [[ευφυής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει έμφυτη την [[κλίση]] να φιλοσοφεί πρακτικά, που διατηρεί την [[ψυχραιμία]] και την ψυχική του [[ηρεμία]] και στις πιο κρίσιμες περιστάσεις, ο [[ετοιμόλογος]] και [[επιγραμματικός]], ο [[φλεγματικός]], ο [[στωικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) [[έξυπνος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θυμόσοφον</i><br />η [[ευφυΐα]], η [[ευμάθεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θυμοσόφως</i> (Μ)<br />με θυμοσοφικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σοφός]]. Η αρχική [[σημασία]] «ο διαθέτων έμφυτη [[σοφία]]» εξελίχθηκε σε «ο διαθέτων [[ετοιμότητα]] και επιγραμματικότητα στις ρήσεις του»].
|mltxt=-η, -ο (Α [[θυμόσοφος]], -ον)<br />αυτός που έχει έμφυτη και κατ' [[έμπνευση]] [[σοφία]], ο εκ φύσεως [[σοφός]], ο [[ευφυής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει έμφυτη την [[κλίση]] να φιλοσοφεί πρακτικά, που διατηρεί την [[ψυχραιμία]] και την ψυχική του [[ηρεμία]] και στις πιο κρίσιμες περιστάσεις, ο [[ετοιμόλογος]] και [[επιγραμματικός]], ο [[φλεγματικός]], ο [[στωικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) [[έξυπνος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θυμόσοφον</i><br />η [[ευφυΐα]], η [[ευμάθεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θυμοσόφως</i> (Μ)<br />με θυμοσοφικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σοφός]]. Η αρχική [[σημασία]] «ο διαθέτων έμφυτη [[σοφία]]» εξελίχθηκε σε «ο διαθέτων [[ετοιμότητα]] και επιγραμματικότητα στις ρήσεις του»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θῡμόσοφος:''' -ον, [[ευφυής]], [[σοφός]] από τη [[φύση]] του, δηλ. εγγενώς [[έξυπνος]], [[άνθρωπος]] του πνεύματος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμόσοφος Medium diacritics: θυμόσοφος Low diacritics: θυμόσοφος Capitals: ΘΥΜΟΣΟΦΟΣ
Transliteration A: thymósophos Transliteration B: thymosophos Transliteration C: thymosofos Beta Code: qumo/sofos

English (LSJ)

ον,

   A wise from one's own soul, i.e. naturally clever, Id.Nu.877, Plu.Art.17; of animals, Arr.Ind.14.4, Ael.NA16.15; ὄρνεον -ώτερον ib.3; τὸ θ. Plu. 2.970e.

German (Pape)

[Seite 1225] von Natur, durch sich selbst weise, von Natur geschickt; Ar. Nubb. 867, nach Schol. ἐκ τοῦ ἰδίου θυμοῦ σοφὸς καὶ οὐκ ἐκ μαθήσεως, sonst auch αὐτομαθής erkl. Auch Sp., wie Plut., z. B. Artax. 17; selbst von Thieren, Ael. N. A. 16, 15, wie τὸ θυμόσοφον, d. i. Gelehrigkeit des Thieres, Plut. Sol. an. 15.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμόσοφος: -ον, ὁ φύσει σοφὸς τὴν ψυχήν, ευφυής, ἔξυπνος, Ἀριστοφ. Νεφ. 877, Πλούτ. Ἀρτοξ. 17· ἐπὶ ζῴων, Αἰλ. π. Ζ. 16. 3 καὶ 15· τὸ θ., εὐμάθεια, Πλούτ. 2. 970Ε. - Ἐπίρρ. -φως, Τζέτζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une nature sage, raisonnable, intelligente ; τὸ θυμόσοφον PLUT docilité.
Étymologie: θυμός, σοφός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α θυμόσοφος, -ον)
αυτός που έχει έμφυτη και κατ' έμπνευση σοφία, ο εκ φύσεως σοφός, ο ευφυής
νεοελλ.
αυτός που έχει έμφυτη την κλίση να φιλοσοφεί πρακτικά, που διατηρεί την ψυχραιμία και την ψυχική του ηρεμία και στις πιο κρίσιμες περιστάσεις, ο ετοιμόλογος και επιγραμματικός, ο φλεγματικός, ο στωικός
αρχ.
1. (για ζώα) έξυπνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμόσοφον
η ευφυΐα, η ευμάθεια.
επίρρ...
θυμοσόφως (Μ)
με θυμοσοφικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + σοφός. Η αρχική σημασία «ο διαθέτων έμφυτη σοφία» εξελίχθηκε σε «ο διαθέτων ετοιμότητα και επιγραμματικότητα στις ρήσεις του»].

Greek Monotonic

θῡμόσοφος: -ον, ευφυής, σοφός από τη φύση του, δηλ. εγγενώς έξυπνος, άνθρωπος του πνεύματος, σε Αριστοφ., Πλάτ.