ἱππεία: Difference between revisions

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππεία]], ἡ (Α) [[[ιππεύω]])<br /><b>1.</b> η [[επιτηδειότητα]] ή η [[εμπειρία]] στην [[ιππασία]] («[[πολύπονος]] [[ἱππεία]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ιππικό<br /><b>3.</b> [[ιπποτροφία]], [[ιπποφορβία]], το να τρέφει και να διατηρεί [[κανείς]] ίππους, [[κυρίως]] για ιππικούς αγώνες.
|mltxt=[[ἱππεία]], ἡ (Α) [[[ιππεύω]])<br /><b>1.</b> η [[επιτηδειότητα]] ή η [[εμπειρία]] στην [[ιππασία]] («[[πολύπονος]] [[ἱππεία]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ιππικό<br /><b>3.</b> [[ιπποτροφία]], [[ιπποφορβία]], το να τρέφει και να διατηρεί [[κανείς]] ίππους, [[κυρίως]] για ιππικούς αγώνες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱππεία:''' ἡ ([[ἱππεύω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[οδήγηση]] ή [[ίππευση]] αλόγου, ιππική, ιππευτική [[ικανότητα]], [[ιπποδρομικός]] [[αγώνας]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ιππικό, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππεία Medium diacritics: ἱππεία Low diacritics: ιππεία Capitals: ΙΠΠΕΙΑ
Transliteration A: hippeía Transliteration B: hippeia Transliteration C: ippeia Beta Code: i(ppei/a

English (LSJ)

ἡ, (ἱππεύω)

   A riding or driving of horses, horsemanship, racing, S.El.505 (lyr.): pl., E.HF374 (lyr.).    II cavalry, X.An.5.6.8,Ages.1.23.    III breed of horses, ἐνδόξου γενομένης ἐνθένδε ἱ. Str.5.1.9.

German (Pape)

[Seite 1258] ἡ, das Reiten, Soph. El. 495, das Fahren od. Wettrennen; χθόνα Θετταλῶν ἱππείαις ἐδάμαζον Eur. Herc. Fur. 374, Xen. Cyr. 8. 8, 19; – die Reiterei, Xen. An. 5, 6, 8; – die Pferdezucht, Strab. V, 215.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππεία: ἡ, (ἱππεύω) τὸ ἱππεύειν ἢ ἐλαύνειν ἵππους, ἐπιτηδειότηςἐμπειρία εἰς ἀμφότερα, ἀγὼν ἱπποδρομικός, Σοφ. Ἠλ. 505· καὶ ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 374. ΙΙ. ἱππικόν, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 8, καὶ (ἑπομένης τῆς λέξ. ἱππικὸν) Ἀγησ. 1, 23. ΙΙΙ. ἱπποφορβία, ἱπποτροφία, Στράβ. 215· πρβλ. πωλεία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 équitation;
2 course à cheval, chevauchée ; course en char;
3 corps de cavalerie.
Étymologie: ἱππεύς.

Greek Monolingual

ἱππεία, ἡ (Α) [[[ιππεύω]])
1. η επιτηδειότητα ή η εμπειρία στην ιππασίαπολύπονος ἱππεία», Σοφ.)
2. ιππικό
3. ιπποτροφία, ιπποφορβία, το να τρέφει και να διατηρεί κανείς ίππους, κυρίως για ιππικούς αγώνες.

Greek Monotonic

ἱππεία: ἡ (ἱππεύω
1. οδήγηση ή ίππευση αλόγου, ιππική, ιππευτική ικανότητα, ιπποδρομικός αγώνας, σε Σοφ., Ευρ.
2. ιππικό, σε Ξεν.