Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐθυμία: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐθυμία]]) [[εύθυμος]]<br />η [[ιδιότητα]] του εύθυμου, η καλή [[διάθεση]], η [[ευχαρίστηση]], η [[ικανοποίηση]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διασκέδαση]]<br /><b>2.</b> ευχάριστη [[διάθεση]] που φέρνει η [[μέθη]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[γαλήνη]] της ψυχής, η ψυχική [[ισορροπία]].
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐθυμία]]) [[εύθυμος]]<br />η [[ιδιότητα]] του εύθυμου, η καλή [[διάθεση]], η [[ευχαρίστηση]], η [[ικανοποίηση]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διασκέδαση]]<br /><b>2.</b> ευχάριστη [[διάθεση]] που φέρνει η [[μέθη]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[γαλήνη]] της ψυχής, η ψυχική [[ισορροπία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐθῡμία:''' ἡ, [[χαρά]], [[γαλήνη]], [[ηρεμία]], [[ησυχία]], [[αταραξία]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῡμία Medium diacritics: εὐθυμία Low diacritics: ευθυμία Capitals: ΕΥΘΥΜΙΑ
Transliteration A: euthymía Transliteration B: euthymia Transliteration C: efthymia Beta Code: eu)qumi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A cheerfulness, contentment, Pi.I.1.63, Pae.1.2, B.16.125, X.Cyr.4.5.7, Philem.96.4, Men.231, etc.: in pl., Pi.O.2.34, X.Cyr.1.3.12, Arist.Pr.954a25; περὶ εὐθυμίης, title of works by Democritus and Hipparchus Pythagoreus.    II Εὐ. personified, Pi.Fr.155, Memn.4.2, LW45 (Erythrae).

Greek (Liddell-Scott)

εὐθῡμία: ἡ, φαιδρότης, χαρά, εὐφροσύνη, Πινδ. Ι. 1. 88, Δημόκρ. παρὰ Σενέκᾳ de Tranq. 2, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 7· ἐν τῷ πληθ., Πίνδ. Ο. 2. 63, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bon courage, confiance, joie.
Étymologie: εὔθυμος.

English (Slater)

εὐθῡμία
   1 joy ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63) πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν, πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' (Pae. 1.2) pl., moments of joy, εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων (O. 2.34) pro pers., τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην fr. 155.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐθυμία) εύθυμος
η ιδιότητα του εύθυμου, η καλή διάθεση, η ευχαρίστηση, η ικανοποίηση
μσν.- νεοελλ.
1. διασκέδαση
2. ευχάριστη διάθεση που φέρνει η μέθη
αρχ.
η γαλήνη της ψυχής, η ψυχική ισορροπία.

Greek Monotonic

εὐθῡμία: ἡ, χαρά, γαλήνη, ηρεμία, ησυχία, αταραξία, σε Ξεν.