ἰωγή: Difference between revisions
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(18) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰωγή]], ἡ (Α)<br />[[σκέπη]], [[στέγη]] («Βορέω ὑπ' ἰωγῆ» — [[κάτω]] από [[στέγη]] από τον βόρειο άνεμο, <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>FıFωγ</i>-<i>ή</i>, από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (-<i>Fωγ</i>-) του ρ. <i>ἄγνυ</i>-<i>μι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐπιωγή</i>) και διπλασιασμό (<i>Fı</i>-). Είναι [[επίσης]] πιθ. ο τ. [[ἰωγή]] να προήλθε από τη λ. <i>ἐπι</i>-<i>ωγή</i> με εσφαλμένη [[σύντμηση]]: <i>ἐπ</i>-[[ιωγή]]]. | |mltxt=[[ἰωγή]], ἡ (Α)<br />[[σκέπη]], [[στέγη]] («Βορέω ὑπ' ἰωγῆ» — [[κάτω]] από [[στέγη]] από τον βόρειο άνεμο, <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>FıFωγ</i>-<i>ή</i>, από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (-<i>Fωγ</i>-) του ρ. <i>ἄγνυ</i>-<i>μι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐπιωγή</i>) και διπλασιασμό (<i>Fı</i>-). Είναι [[επίσης]] πιθ. ο τ. [[ἰωγή]] να προήλθε από τη λ. <i>ἐπι</i>-<i>ωγή</i> με εσφαλμένη [[σύντμηση]]: <i>ἐπ</i>-[[ιωγή]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰωγή:''' ἡ, [[σκεπή]], <i>Βορέω ὑπ' ἰωγῇ</i>, [[κάτω]] από [[καταφύγιο]] από τον βόρειο άνεμο, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:51, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, Ep. word,
A shelter, Βορέω ὑπ' ἰωγῇ under shelter from the north wind, Od.14.533.
German (Pape)
[Seite 1277] ἡ, Schirm, Schutz, VLL. σκέπη; Βορέω ὑπ' ἰωγῇ, im Schutze gegen den Nordwind, Od. 14, 533. Vgl. ἐπιωγή.
Greek (Liddell-Scott)
ἰωγή: ἡ, Ἐπικ. λέξις ὡς τὸ σκέπας, σκέπη, Βορέω ὑπ’ ἰωγή, ὑπὸ σκέπην ἀπὸ τὸν βόρειον ἄνεμον, Ὀδ. Ξ. 533.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
refuge, abri contre (le vent) gén..
Étymologie: p. *ϜιϜωγή, de la R. Ϝαγ briser > ἄγνυμι, litt. lieu où se brisent le vent ou les vagues.
English (Autenrieth)
shelter; βορέω, ‘from’ the wind, Od. 14.533†. Cf. ἐπιωγαί.
Spanish
Greek Monolingual
ἰωγή, ἡ (Α)
σκέπη, στέγη («Βορέω ὑπ' ἰωγῆ» — κάτω από στέγη από τον βόρειο άνεμο, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < FıFωγ-ή, από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα (-Fωγ-) του ρ. ἄγνυ-μι (πρβλ. ἐπιωγή) και διπλασιασμό (Fı-). Είναι επίσης πιθ. ο τ. ἰωγή να προήλθε από τη λ. ἐπι-ωγή με εσφαλμένη σύντμηση: ἐπ-ιωγή].
Greek Monotonic
ἰωγή: ἡ, σκεπή, Βορέω ὑπ' ἰωγῇ, κάτω από καταφύγιο από τον βόρειο άνεμο, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).