κατάγνωσις: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάγνωσις]], ἡ (Α) [[καταγιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> [[περιφρόνηση]], [[αποδοκιμασία]] («αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῑοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μομφή]], [[κατηγορία]]<br /><b>3.</b> [[δυσμενής]] [[κρίση]], [[καταδίκη]] («τὴν κατάγνωσιν τοῡ θανάτου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> η [[παράλειψη]] του καθήκοντος.
|mltxt=[[κατάγνωσις]], ἡ (Α) [[καταγιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> [[περιφρόνηση]], [[αποδοκιμασία]] («αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῑοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μομφή]], [[κατηγορία]]<br /><b>3.</b> [[δυσμενής]] [[κρίση]], [[καταδίκη]] («τὴν κατάγνωσιν τοῡ θανάτου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> η [[παράλειψη]] του καθήκοντος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάγνωσις:''' -εως, ἡ ([[καταγιγνώσκω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κατάκριση]], χαμηλή [[εκτίμηση]] ή περιφρονητική [[άποψη]] για κάποιον, με γεν., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[κρίση]] που δίνεται [[εναντίον]] κάποιου, [[καταδίκη]], στον ίδ., σε Δημ.· <i>τοῦ θανάτου</i>, [[καταδίκη]] σε θάνατο, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάγνωσις Medium diacritics: κατάγνωσις Low diacritics: κατάγνωσις Capitals: ΚΑΤΑΓΝΩΣΙΣ
Transliteration A: katágnōsis Transliteration B: katagnōsis Transliteration C: katagnosis Beta Code: kata/gnwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A thinking ill of, low or contemptuous opinion of... κ. ἀσθενείας τινός Th.3.16; moral condemnation, blame, censure, Ephor.1 J., Plb.6.6.8, Phld.Vit.Herc.1457.9.    II judgement given against one, condemnation, Th.3.82, Arist.Ath.45.1 (pl.), D.21.175; τοῦ θανάτου to death, X.Mem.4.8.1.    III dereliction of duty, PFlor, 313.5 (v A.D.), POxy.140.17(vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1343] ἡ, Verurtheilung, Thuc. 2, 82; θανάτου, zum Tode, Xen. Mem. 4, 8, 1; Dem. 24, 63 im Gesetz; Mißbilligung, Geringschätzung, Thuc. 3, 16; καὶ προσκοπή Pol. 6, 6, 8.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγνωσις: -εως, ἡ, τὸ καταφρονεῖν τινα ἕνεκά τινος, αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῖοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους, = διὰ τὸ καταγνῶναι σφῶν ἀσθένειαν παρασκ., Θουκ. 3. 16· μομφή, κατηγορία, κατάκρισις, Πολύβ. 6. 6, 8. ΙΙ. κρίσις γινομένη κατά τινος, καταδίκη, Θουκ. 3. 82, Δημ. 571. 15· τὴν κατάγνωσιν τοῦ θανάτου, τὴν εἰς θάνατον καταδίκην, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 1.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 mauvaise opinion de;
2 condamnation.
Étymologie: καταγιγνώσκω.

Greek Monolingual

κατάγνωσις, ἡ (Α) καταγιγνώσκω
1. περιφρόνηση, αποδοκιμασία («αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῑοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους», Θουκ.)
2. μομφή, κατηγορία
3. δυσμενής κρίση, καταδίκη («τὴν κατάγνωσιν τοῡ θανάτου», Ξεν.)
4. η παράλειψη του καθήκοντος.

Greek Monotonic

κατάγνωσις: -εως, ἡ (καταγιγνώσκω
I. κατάκριση, χαμηλή εκτίμηση ή περιφρονητική άποψη για κάποιον, με γεν., σε Θουκ.
II. κρίση που δίνεται εναντίον κάποιου, καταδίκη, στον ίδ., σε Δημ.· τοῦ θανάτου, καταδίκη σε θάνατο, σε Ξεν.