κλῖτος: Difference between revisions
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
(20) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=klitos | |Transliteration C=klitos | ||
|Beta Code=kli=tos | |Beta Code=kli=tos | ||
|Definition=εος, τό, <span class="sense" | |Definition=εος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> v. [[κλεῖτος]] (B). κλῑτύς, v. [[κλειτύς]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 09:20, 11 December 2020
English (LSJ)
εος, τό, A v. κλεῖτος (B). κλῑτύς, v. κλειτύς.
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
colline.
Étymologie: κλίνω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κλιτός, -ή, -όν) κλίνω
γραμμ. (για μέρος του λόγου) εκείνος που κλίνεται («η αντωνυμία ανήκει στα κλιτά μέρη του λόγου, ενώ το επίρρημα στα άκλιτα»)
νεοελλ.
1. κατηφής, στενοχωρημένος, θλιμμένος («έχει το πρόσωπο κλιτό, τ' αμμάτια θαμπωμένα, Ερωφ.)
2. ταπεινός
3. φρ. «κλιτές γλώσσες»
γλωσσ. οι γλώσσες στις οποίες οι γραμματικές σχέσεις δηλώνονται με κλίση, δηλαδή με καταλήξεις τών λέξεων και όχι με τη συνταγματική θέση τους
νεοελλ.-μσν.
1. σκυμμένος, γερτός («κλιτή, ως μού 'ναι μπορετό, στα πόδια τσ' αφεντιάς σου πέφτω», Ερωφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κλιτό(ν)
(βυζ. μουσ.) μια από τις τρεις χρόες, που λειτουργεί ως σημείο μετατροπίας
μσν.
απλωτός
αρχ.
κατηφορικός.
επίρρ...
κλιτά (Μ κλιτά)
1. γερτά, σκυφτά
2. ταπεινά.