Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θύνω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(17)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θύνω]] (Α)<br />(μόνο στον ενεστ. και παρατ.)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για πολεμιστές σε ώρα μάχης) [[ορμώ]], [[σπεύδω]] ορμητικά, [[εφορμώ]] («βασιλῆες θῡνον κρίνοντες» — βασιλείς έσπευδαν εδώ κι [[εκεί]] παρατάσσοντας τις τάξεις, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πηδώ]] από το ένα στο [[άλλο]] («ἐπ' ἄλλοτ' ἄλλον [[θύνει]] λόγον» — πηδάει από τη μια [[κουβέντα]] στην [[άλλη]])<br /><b>3.</b> [[είμαι]] έξω φρενών, [[είμαι]] μανιασμένος, [[είμαι]] σαν [[λυσσασμένος]], [[μαίνομαι]] («οἱ δὲ λύκοι ὣς θῡνον» — κι αυτοί ήταν λυσσασμένοι σαν λύκοι, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>θύω</i> (ΙΙ)].
|mltxt=[[θύνω]] (Α)<br />(μόνο στον ενεστ. και παρατ.)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για πολεμιστές σε ώρα μάχης) [[ορμώ]], [[σπεύδω]] ορμητικά, [[εφορμώ]] («βασιλῆες θῡνον κρίνοντες» — βασιλείς έσπευδαν εδώ κι [[εκεί]] παρατάσσοντας τις τάξεις, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πηδώ]] από το ένα στο [[άλλο]] («ἐπ' ἄλλοτ' ἄλλον [[θύνει]] λόγον» — πηδάει από τη μια [[κουβέντα]] στην [[άλλη]])<br /><b>3.</b> [[είμαι]] έξω φρενών, [[είμαι]] μανιασμένος, [[είμαι]] σαν [[λυσσασμένος]], [[μαίνομαι]] («οἱ δὲ λύκοι ὣς θῡνον» — κι αυτοί ήταν λυσσασμένοι σαν λύκοι, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>θύω</i> (ΙΙ)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θύνω:''' [ῡ], μόνο στον ενεστ. και παρατ. = [[θύω]] Β, [[σπεύδω]] ή [[εφορμώ]] [[εναντίον]], [[κυρίως]] λέγεται για τους πολεμιστές στη [[μάχη]], σε Όμηρ., Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύνω Medium diacritics: θύνω Low diacritics: θύνω Capitals: ΘΥΝΩ
Transliteration A: thýnō Transliteration B: thynō Transliteration C: thyno Beta Code: qu/nw

English (LSJ)

[ῡ], only pres. and impf.,= θυνέω,

   A rush, dart along, θῦνε διὰ προμάχων Il.5.250, etc.; πάντῃ θῦνε σὺν ἔγχεϊ 20.493; ἀν' ὑλῆεν ὠκὺς ἔθυνεν ὄρος AP6.217.8 ([Simon.]): c. part., βασιλῆες θῦνον κρίνοντες they flitted to and fro ordering the ranks, Il.2.446; μνηστῆρας ὀρίνων θῦνε κατὰ μέγαρον Od.24.449: c. acc. cogn., θ. ἀτραπὸν ἰθεῖαν Nic.Th. 264: metaph., ἐπ' ἄλλοτ' ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον flits from one tale to another, Pi.P.10.54 (θύνων· ὁρμῶν, Erot. is not in our text of Hp.).    II = θύω (B), Τρώων καὶ Ἀχαιῶν θῦνε μεσηγὺ ἱστάμενος raged, Il.11.570; οἱ δὲ λύκοι ὣς θῦνον ib.73; θῦνε γὰρ ἂμ πεδίον ποταμῷ πλήθοντι ἐοικώς 5.87.

German (Pape)

[Seite 1226] = θύω, einherstürmen, eilen; Il. 2, 445; ἂμ πεδίον 5, 87. 10, 523; Pind. P. 10, 54; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

θύνω: ῡ, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., = θύω Β, θυνέω, ὁρμῶ, ἐφορμῶ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ πολεμιστῶν ἐν μάχῃ, θῦνε διὰ προμάχων, ἐν προμάχοισιν Ἰλ. Ε. 250, κτλ.· θῦνε γὰρ ἂμ πεδίον αὐτόθι 87· πάντῃ θῦνε σὺν ἔγχεϊ Υ. 493· οἱ δὲ λύκοι ὣς θῦνον Λ. 73· θ. ἄμυδις Κ. 524· μετὰ μετοχ., θῦνον. - κρίνοντες, ἔσπευδον ἐδῶ καὶ ἐκεῖ παρατάττοντες τὰς τάξεις, Β. 446· μνηστῆρας ὀρίνων θῦνε κατὰ μέγαρον Ὀδ. Ω. 449: - μεταφ., ἐπ’ ἄλλοτ’ ἄλλον θύνει λόγον, σπεύδει ἀπὸ τῆς μιᾶς διηγήσεως εἰς τὴν ἄλλην, Πίνδ. Π. 10. 84.

French (Bailly abrégé)

impf. poét. θῦνον;
s’élancer avec impétuosité.
Étymologie: cf. θέω.

English (Autenrieth)

(θύω), ipf. θῦνον: rush along, charge. (Il. and Od. 24.449.)

English (Slater)

θῡνω
   1 hasten, flit ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον (P. 10.54)

Greek Monolingual

θύνω (Α)
(μόνο στον ενεστ. και παρατ.)
1. (ιδίως για πολεμιστές σε ώρα μάχης) ορμώ, σπεύδω ορμητικά, εφορμώ («βασιλῆες θῡνον κρίνοντες» — βασιλείς έσπευδαν εδώ κι εκεί παρατάσσοντας τις τάξεις, Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. πηδώ από το ένα στο άλλο («ἐπ' ἄλλοτ' ἄλλον θύνει λόγον» — πηδάει από τη μια κουβέντα στην άλλη)
3. είμαι έξω φρενών, είμαι μανιασμένος, είμαι σαν λυσσασμένος, μαίνομαι («οἱ δὲ λύκοι ὣς θῡνον» — κι αυτοί ήταν λυσσασμένοι σαν λύκοι, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θύω (ΙΙ)].

Greek Monotonic

θύνω: [ῡ], μόνο στον ενεστ. και παρατ. = θύω Β, σπεύδω ή εφορμώ εναντίον, κυρίως λέγεται για τους πολεμιστές στη μάχη, σε Όμηρ., Πίνδ.