ματτύη: Difference between revisions
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
(24) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ματτύη]], ἡ (Α)<br />νόστιμο [[φαγητό]] μακεδονικής και θεσσαλικής προέλευσης που παρασκευαζόταν από κοπανισμένο [[κρέας]] πουλερικών, αρνήσιο, κατσικήσιο και από χορταρικά και σερβιριζόταν [[κρύο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ματτύη]] θεωρήθηκε [[λέξη]] της μακεδονικής διαλέκτου που γενικεύθηκε στην Ελληνική (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>mattea</i>-<i>ya</i>). Πιθανόν να πρόκειται για παρ. ενός αμάρτυρου <i>ματτύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἰχθύη]]: [[ἰχθύς]], [[δελφύα]]: [[δελφύς]]) <span style="color: red;"><</span> <i>μακτύς</i> με [[αφομοίωση]] του -<i>κ</i>- [[προς]] το -<i>τ</i>-. Στην [[περίπτωση]] αυτή η λ. παράγεται από θ. <i>μακ</i>- του [[μάσσω]] (<b>βλ. λ.</b> [[μάσσω]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[τέλος]], λιγότερο πιθανή, η λ. [[ματτύη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μαθιυᾱ</i>) συνδέεται με το ρ. <i>μασῶ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> σλοβακικό <i>metyja</i> «[[χυλός]] από [[κεχρί]]»)]. | |mltxt=[[ματτύη]], ἡ (Α)<br />νόστιμο [[φαγητό]] μακεδονικής και θεσσαλικής προέλευσης που παρασκευαζόταν από κοπανισμένο [[κρέας]] πουλερικών, αρνήσιο, κατσικήσιο και από χορταρικά και σερβιριζόταν [[κρύο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ματτύη]] θεωρήθηκε [[λέξη]] της μακεδονικής διαλέκτου που γενικεύθηκε στην Ελληνική (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>mattea</i>-<i>ya</i>). Πιθανόν να πρόκειται για παρ. ενός αμάρτυρου <i>ματτύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἰχθύη]]: [[ἰχθύς]], [[δελφύα]]: [[δελφύς]]) <span style="color: red;"><</span> <i>μακτύς</i> με [[αφομοίωση]] του -<i>κ</i>- [[προς]] το -<i>τ</i>-. Στην [[περίπτωση]] αυτή η λ. παράγεται από θ. <i>μακ</i>- του [[μάσσω]] (<b>βλ. λ.</b> [[μάσσω]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[τέλος]], λιγότερο πιθανή, η λ. [[ματτύη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μαθιυᾱ</i>) συνδέεται με το ρ. <i>μασῶ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> σλοβακικό <i>metyja</i> «[[χυλός]] από [[κεχρί]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ματτύη:''' ἡ και [[ματτύης]], -ου, ὁ, ένα [[πιάτο]] με λιχουδιές, σε Μένανδρ.· βλ. [[ματιολοιχός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ] (not-ύα), ἡ, Nicostr.Com.8, Sophil.4.5, Macho 1; but ματτύης, ου, ὁ, Artem. ap. Ath.14.663d; gender doubtful in Philem. 9,12, Alex.205:—
A a rich, highly-flavoured dish, made of hashed meat, poultry, and herbs, and served cold as a dessert, of Macedonian or Thessalian origin, cf. Poll.6.70 (ματύλλη codd.).—Especially freq. in the New Comedy acc. to Ath.14.662f: but ματτυολοιχός is prob. cj. for ματιολοιχός (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
ματτύη: (οὐχὶ -ύα), ἡ, Νικόστρ. ἐν «Ἀπελαυνομένῳ» 1, Σώφιλ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 1. 5, Μάχων ἐν «Ἀγνοίᾳ» 1· ἀλλὰ ματτύης, ου, ὁ, Ἀρτεμίδ. παρ’ Ἀθην. 663D· (παρὰ Φιλήμ. καὶ τοῖς παρ’ Ἀθηναίῳ μνημονευομένοις ἄλλοις ποιηταῖς, 663F κἑξ., τὸ γένος ἀμφίβολον)· - πολυτελές τι καὶ ὀρεκτικώτατα παρεσκευασμένον λίχνευμα ἐξ ἀρνείου καὶ ἐριφείου κρέατος, ἐκ κιχλῶν, κοσσύφων καὶ ἄλλων ὀρνίθων, παρατιθέμενον μετὰ τὸ δεῖπνον ψυχρόν, Λατ. mattea ἢ mattya, Meineke εἰς Μένανδρ. 861. Ὁ Μάχων, ἔνθ’ ἀνωτ., λέγει ὅτι ἦτο Μακεδονικὸν (ἢ Θεσσαλικὸν) ἔδεσμα καὶ ὅτι ἡ λέξις δεν κατέστη κοινὴ ἐν Ἀθήναις εἰμὴ κατὰ τοὺς χρόνους τῆς νέας κωμῳδίας ὑπὸ τὴν Μακεδονικὴν κυριαρχίαν, πρβλ. Πολυδ. ϛʹ, 70 (ἔνθα ματύλλη). Εἰ οὕτως ἔχει, τότε ἡ τοῦ Bentley εἰκασία ματτυολοιχὸς (ἀντὶ ματιολοιχός), ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 451, δέον να ἐγκαταλειφθῇ, ἴδε Dind. ἐν τόπῳ: ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει τὸ μάτιον, ὡς μικρόν τι μέτρον, καὶ τὸ ματιολοιχὸς κρουσιμέτρης· «ματιολοιχός, ἤτοι ὁ κρουσιμέτρης (μάτιον γὰρ εἶδος μέτρου) ἢ ὁ φειδωλός», κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sorte de ragoût de volailles et de viandes assaisonnées de plantes diverses, mets d’origine macédonienne.
Étymologie: DELG pê mot macédonien.
Greek Monolingual
ματτύη, ἡ (Α)
νόστιμο φαγητό μακεδονικής και θεσσαλικής προέλευσης που παρασκευαζόταν από κοπανισμένο κρέας πουλερικών, αρνήσιο, κατσικήσιο και από χορταρικά και σερβιριζόταν κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ματτύη θεωρήθηκε λέξη της μακεδονικής διαλέκτου που γενικεύθηκε στην Ελληνική (πρβλ. λατ. mattea-ya). Πιθανόν να πρόκειται για παρ. ενός αμάρτυρου ματτύς (πρβλ. ἰχθύη: ἰχθύς, δελφύα: δελφύς) < μακτύς με αφομοίωση του -κ- προς το -τ-. Στην περίπτωση αυτή η λ. παράγεται από θ. μακ- του μάσσω (βλ. λ. μάσσω). Κατ' άλλη άποψη, τέλος, λιγότερο πιθανή, η λ. ματτύη (< μαθιυᾱ) συνδέεται με το ρ. μασῶ (πρβλ. σλοβακικό metyja «χυλός από κεχρί»)].
Greek Monotonic
ματτύη: ἡ και ματτύης, -ου, ὁ, ένα πιάτο με λιχουδιές, σε Μένανδρ.· βλ. ματιολοιχός.