ἀκουστός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=–ή, -ό (Α [[ἀκουστός]], -ή, -όν)<br />αυτός που μπορεί να ακουστεί, να γίνει [[αισθητός]] με την [[ακοή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ξακουστός]], φημισμένος, [[διάσημος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έχω κάποιον ή [[κάτι]] [[ακουστά]]», [[γνωρίζω]] εξ ακοής, έχω ακούσει για κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με άρν.) αυτός που δεν [[πρέπει]] ή δεν [[είναι]] δυνατόν να ακουστεί, ο [[ανήκουστος]].<br /><b>3.</b> <b>(Φυσ.)</b> Ακουστός χαρακτηρίζεται ο [[ήχος]] που μπορεί να γίνει [[αντιληπτός]] από έναν φυσιολογικό ακροατή. Ακουστοί [[είναι]] οι ήχοι με συχνότητες από 20 ως 20.000 χερτζ που η έντασή τους περιλαμβάνεται [[μεταξύ]] 0 και 120 [[περίπου]] [[ντεσιμπέλ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκουστικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακουστά]], [[ακουστότητα]]].
|mltxt=–ή, -ό (Α [[ἀκουστός]], -ή, -όν)<br />αυτός που μπορεί να ακουστεί, να γίνει [[αισθητός]] με την [[ακοή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ξακουστός]], φημισμένος, [[διάσημος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έχω κάποιον ή [[κάτι]] [[ακουστά]]», [[γνωρίζω]] εξ ακοής, έχω ακούσει για κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με άρν.) αυτός που δεν [[πρέπει]] ή δεν [[είναι]] δυνατόν να ακουστεί, ο [[ανήκουστος]].<br /><b>3.</b> <b>(Φυσ.)</b> Ακουστός χαρακτηρίζεται ο [[ήχος]] που μπορεί να γίνει [[αντιληπτός]] από έναν φυσιολογικό ακροατή. Ακουστοί [[είναι]] οι ήχοι με συχνότητες από 20 ως 20.000 χερτζ που η έντασή τους περιλαμβάνεται [[μεταξύ]] 0 και 120 [[περίπου]] [[ντεσιμπέλ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκουστικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακουστά]], [[ακουστότητα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκουστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἀκούω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μπορεί να ακουστεί, [[ακουστός]], [[ευδιάκριτος]], σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό που πρέπει να ακουστεί, σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 17:33, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκουστός Medium diacritics: ἀκουστός Low diacritics: ακουστός Capitals: ΑΚΟΥΣΤΟΣ
Transliteration A: akoustós Transliteration B: akoustos Transliteration C: akoustos Beta Code: a)kousto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A heard, audible, h.Merc.512, Hp.Insomn.86, Pl.Ti.33c, Phld.Herc. 698.20, etc.; opp. θεατός, Isoc.2.49.    II that should be heard, with neg., δεινόν, οὐκ ἀ. S.OT1312, cf. E.Andr.1084.

German (Pape)

[Seite 78] hörbar, Xen. Cyr. 1, 6, 2; Isocr. 2, 49 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκουστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀκούω, ὁ δυνάμενος νὰ ἀκουσθῇ, ὁ ἀκουόμενος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 512, Πλάτ., κτλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θεατός, Ἰσοκρ. 42C. II. ὅ,τι πρέπει νὰ ἀκουσθῇ, Σοφ.· Ο. Τ. 1312· ἀκοῦσαι δ’ οὐκ ἀκούσθ’ ὅμως θέλω, Εὐρ. Ἀνδρ. 1084.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut ou qu’on doit entendre.
Étymologie: ἀκούω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Prosodia: [ᾰ-]
1 audible, que se deja oír συρίγγων ἐνοπή h.Merc.512, ἀκουστὸν ποίησόν μοι ... τὸ ἔλεός σου haz llegar a mis oídos tu compasión LXX Ps.142.8, ὥστε μὴ μόνον ἀκουστοὺς (sc. μύθους) ἡμῖν γίγνεσθαι ἀλλὰ καὶ θεατούς Isoc.2.49, ἀκούειν τὰ ἀκουστά Hp.Vict.4.86, X.Cyr.1.6.2, Mem.1.4.5, cf. Pl.Ti.33c, τὰ ἀκουστὰ τῶν ὁρατῶν ... διακρίνει Ph.1.443.
2 que debe ser oído esp. en forma negativa δεινὸν οὐδ' ἀ. S.OT 1312, ἀκοῦσαι δ' οὐκ ἀκούσθ' ὅμως θέλω E.Andr.1084, cf. Fr.334.
3 que debe ser recibido con atención ἀκουστὰ ... δῶρα δαιμόνων E.Hel.663.

Greek Monolingual

–ή, -ό (Α ἀκουστός, -ή, -όν)
αυτός που μπορεί να ακουστεί, να γίνει αισθητός με την ακοή
νεοελλ.
1. ξακουστός, φημισμένος, διάσημος
2. φρ. «έχω κάποιον ή κάτι ακουστά», γνωρίζω εξ ακοής, έχω ακούσει για κάποιον ή κάτι
αρχ.
(με άρν.) αυτός που δεν πρέπει ή δεν είναι δυνατόν να ακουστεί, ο ανήκουστος.
3. (Φυσ.) Ακουστός χαρακτηρίζεται ο ήχος που μπορεί να γίνει αντιληπτός από έναν φυσιολογικό ακροατή. Ακουστοί είναι οι ήχοι με συχνότητες από 20 ως 20.000 χερτζ που η έντασή τους περιλαμβάνεται μεταξύ 0 και 120 περίπου ντεσιμπέλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκούω.
ΠΑΡ. ἀκουστικός
νεοελλ.
ακουστά, ακουστότητα].

Greek Monotonic

ἀκουστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἀκούω,
I. αυτός που μπορεί να ακουστεί, ακουστός, ευδιάκριτος, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ. κ.λπ.
II. αυτό που πρέπει να ακουστεί, σε Σοφ., Ευρ.