ἄκορνα: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄκορνα]], η (Α)<br />το ακανθώδες [[φυτό]] Cnicus Acorna.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως [[ἄκρος]], <i>ἀκή</i> κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[οξύς]], [[αιχμηρός]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]]», ενώ το [[τέρμα]] -<i>ρνα</i> οδηγεί στη [[σκέψη]] ότι πρόκειται για λ. μεσογειακή. Κατά τον Stromberg, η λ. [[ἄκορνα]] συνδέεται με τη λ. του Ησυχίου [[κόρνος]] «σικελική [[ονομασία]] του φυτού αγριομυρσίνη», [[καθώς]] και με το ουσ. [[σκόρνος]] «[[μυρσίνη]], το [[φυτόν]]». Ο [[ίδιος]] πιστεύει [[επίσης]] ότι από τη λ. [[ἄκορνα]] προέρχεται το ουσ. <i>ἀκορνὸς</i> ([[ὀκορνός]]), που δηλώνει «[[είδος]] ακρίδας», [[επειδή]] οι ακρίδες ζουν σε τέτοιου είδους φυτά και τρέφονται από αυτά. Για τον ίδιο λόγο [[πρέπει]] [[επίσης]] και το ουσ. [[κόρνοψ]] «[[είδος]] ακρίδας» να προέρχεται από τη λ. [[κόρνος]] (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ακανθίας]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄκανθα]])<br /><b>βλ.</b> και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
|mltxt=[[ἄκορνα]], η (Α)<br />το ακανθώδες [[φυτό]] Cnicus Acorna.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως [[ἄκρος]], <i>ἀκή</i> κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[οξύς]], [[αιχμηρός]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]]», ενώ το [[τέρμα]] -<i>ρνα</i> οδηγεί στη [[σκέψη]] ότι πρόκειται για λ. μεσογειακή. Κατά τον Stromberg, η λ. [[ἄκορνα]] συνδέεται με τη λ. του Ησυχίου [[κόρνος]] «σικελική [[ονομασία]] του φυτού αγριομυρσίνη», [[καθώς]] και με το ουσ. [[σκόρνος]] «[[μυρσίνη]], το [[φυτόν]]». Ο [[ίδιος]] πιστεύει [[επίσης]] ότι από τη λ. [[ἄκορνα]] προέρχεται το ουσ. <i>ἀκορνὸς</i> ([[ὀκορνός]]), που δηλώνει «[[είδος]] ακρίδας», [[επειδή]] οι ακρίδες ζουν σε τέτοιου είδους φυτά και τρέφονται από αυτά. Για τον ίδιο λόγο [[πρέπει]] [[επίσης]] και το ουσ. [[κόρνοψ]] «[[είδος]] ακρίδας» να προέρχεται από τη λ. [[κόρνος]] (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ακανθίας]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄκανθα]])<br /><b>βλ.</b> και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">fish thistle, Cnicus Acarna</b> (Thphr.).<br />Other forms: (<b class="b3">σ)όρνος</b> s. below.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: On final short <b class="b3">α</b> see Chantr. Form. 100ff. Strömberg Wortstudien 17 compares <b class="b3">κόρνος κεντρομυρσίνη</b>, <b class="b3">Σικελοί</b> H. and <b class="b3">σκόρνος κόρνος</b>, <b class="b3">μυρσίνη τὸ φυτόν</b>; the <b class="b3">ἀ-</b> a prothetic vowel, not through connection with <b class="b3">ἀκ-</b> [[sharp]]. That <b class="b3">ἀκορνός</b> (<b class="b3">ὀκορνός</b>) [[grasshopper]] would come from <b class="b3">ἄκορνα</b>, with Strömberg, because grasshoppers live below thistles and feed on them, seems unnecessary, but cf. <b class="b3">ἀκανθίας</b> [[grasshopper]] beside <b class="b3">ἄκανθα</b>.The variation <b class="b3">ἀ-</b>\/<b class="b3">σ-</b>\/zero, the <b class="b3">-ρν-</b> and the short <b class="b3">-α</b> all point to a Pre-Greek word.
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκορνα Medium diacritics: ἄκορνα Low diacritics: άκορνα Capitals: ΑΚΟΡΝΑ
Transliteration A: ákorna Transliteration B: akorna Transliteration C: akorna Beta Code: a)/korna

English (LSJ)

ἡ,

   A fish thistle, Cnicus Acarna, Thphr.HP1.10.6, 6.4.6.

German (Pape)

[Seite 77] ἡ, gelbe Distelart, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκορνα: ἡ, φυτόν ἀκανθῶδες, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 6. και 13, 3.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
bot. cardo blanco o cuco, Picnomon acarna (L.) Cass., Thphr.HP 1.10.6, 6.4.6, Plin.HN 21.94.

• Etimología: Quizá préstamo, rel. por etimología popular c. ἄκρος, etc.

Greek Monolingual

ἄκορνα, η (Α)
το ακανθώδες φυτό Cnicus Acorna.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως ἄκρος, ἀκή κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ ρίζα ακ- «οξύς, αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», ενώ το τέρμα -ρνα οδηγεί στη σκέψη ότι πρόκειται για λ. μεσογειακή. Κατά τον Stromberg, η λ. ἄκορνα συνδέεται με τη λ. του Ησυχίου κόρνος «σικελική ονομασία του φυτού αγριομυρσίνη», καθώς και με το ουσ. σκόρνος «μυρσίνη, το φυτόν». Ο ίδιος πιστεύει επίσης ότι από τη λ. ἄκορνα προέρχεται το ουσ. ἀκορνὸς (ὀκορνός), που δηλώνει «είδος ακρίδας», επειδή οι ακρίδες ζουν σε τέτοιου είδους φυτά και τρέφονται από αυτά. Για τον ίδιο λόγο πρέπει επίσης και το ουσ. κόρνοψ «είδος ακρίδας» να προέρχεται από τη λ. κόρνος (πρβλ. και ακανθίας < ἄκανθα)
βλ. και λήμμα ακ-].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: fish thistle, Cnicus Acarna (Thphr.).
Other forms: (σ)όρνος s. below.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On final short α see Chantr. Form. 100ff. Strömberg Wortstudien 17 compares κόρνος κεντρομυρσίνη, Σικελοί H. and σκόρνος κόρνος, μυρσίνη τὸ φυτόν; the ἀ- a prothetic vowel, not through connection with ἀκ- sharp. That ἀκορνός (ὀκορνός) grasshopper would come from ἄκορνα, with Strömberg, because grasshoppers live below thistles and feed on them, seems unnecessary, but cf. ἀκανθίας grasshopper beside ἄκανθα.The variation ἀ-\/σ-\/zero, the -ρν- and the short all point to a Pre-Greek word.