ἀλοκίζω: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλοκίζω]] (Α) [[ἄλοξ]]<br /><b>1.</b> [[αυλακιάζω]], [[ανοίγω]] [[αυλάκι]] (με το [[αλέτρι]])<br /><b>2.</b> [[χαράζω]] γράμματα, [[γράφω]] [[πάνω]] σε [[επιφάνεια]] αλειμμένη με [[κερί]].
|mltxt=[[ἀλοκίζω]] (Α) [[ἄλοξ]]<br /><b>1.</b> [[αυλακιάζω]], [[ανοίγω]] [[αυλάκι]] (με το [[αλέτρι]])<br /><b>2.</b> [[χαράζω]] γράμματα, [[γράφω]] [[πάνω]] σε [[επιφάνεια]] αλειμμένη με [[κερί]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλοκίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ἄλοξ]]), [[χαράσσω]] αυλάκια πάνω σε κέρινες πλάκες, [[ιχνογραφώ]], [[τραβώ]] γραμμές (πρβλ. Λατ. ex-arare), σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 17:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλοκίζω Medium diacritics: ἀλοκίζω Low diacritics: αλοκίζω Capitals: ΑΛΟΚΙΖΩ
Transliteration A: alokízō Transliteration B: alokizō Transliteration C: alokizo Beta Code: a)loki/zw

English (LSJ)

(ἄλοξ) prop.

   A trace furrows: hence, write, draw, with play on words, Ar.V.850:—Pass., pf. part. ἠλοκισμένος scratched, torn, Lyc.119,381.

German (Pape)

[Seite 109] eine Furche ziehen, furchen, Ar. Vesp. 850; übertr., ritzen, verwunden, Lycophr. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλοκίζω: (ἄλοξ) ἀρότρῳ τέμνω, ἀνοίγω αὔλακα ἢ δίοδον, χαράσσω, σημαίνει καὶ τὸ γράφω ἢ ἰχνογραφῶ ἐπὶ πινακιδίων κεχρισμένων διὰ κηροῦ (πρβλ. τὸ Λατ. ex-arare), Ἀριστοφ. Σφ. 850: - Παθ. μετοχ. πρκμ. ἠλοκισμένος, ηὐλακισμένος ἢ μεταφ. τετραυματισμένος, Λυκόφρ. 119, 381, κτλ.· πρβλ. καταλοκίζω.

French (Bailly abrégé)

tracer un sillon ; fig. en parl. des rides.
Étymologie: ἄλοξ.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
trazar surcos στήθη μὲν ἠλόκισε un jabalí con su colmillo en el pecho de un perro GLP 109.1.7
fig. ἀλοκίζειν ... τὸ χωρίον hacer un surco en el terrenito e.d. trazar una línea condenatoria en una tablilla Ar.V.850
surcar en v. pas. ἐπακτίαν ... ἠλοκισμένην Lyc.119
despedazar en v. pas. ὅσων δὲ θύννων ἠλοκισμένων Lyc.381.

Greek Monolingual

ἀλοκίζω (Α) ἄλοξ
1. αυλακιάζω, ανοίγω αυλάκι (με το αλέτρι)
2. χαράζω γράμματα, γράφω πάνω σε επιφάνεια αλειμμένη με κερί.

Greek Monotonic

ἀλοκίζω: μέλ. -σω (ἄλοξ), χαράσσω αυλάκια πάνω σε κέρινες πλάκες, ιχνογραφώ, τραβώ γραμμές (πρβλ. Λατ. ex-arare), σε Αριστοφ.