ἁλοσάχνη: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(3) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alosachni | |Transliteration C=alosachni | ||
|Beta Code=a(losa/xnh | |Beta Code=a(losa/xnh | ||
|Definition=ἡ, lit. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, lit. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sea foam]], a zoophyte of the class <b class="b3">ἀλκυόνεια</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>616a20</span>, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Od.</span>35</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:48, 21 March 2019
English (LSJ)
ἡ, lit.
A sea foam, a zoophyte of the class ἀλκυόνεια, Arist.HA616a20, Thphr. Od.35.
German (Pape)
[Seite 109] ἡ, eigtl. Meerschaum, eine Thierpflanze, zum Geschlecht der ἁλκυόνεια, Arist. H. A. 9, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλοσάχνη: ἡ, (ἁλὸς ἄχνη, «θαλάσσης ἀφρός», Ἡσύχ.), ζῳόφυτον ἐκ τοῦ γένους τῶν ἀλκυονείων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9.14, 2.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
espuma de mar Arist.HA 616a28, usado en medic. Thphr.Od.35.
Greek Monolingual
η (Α ἁλοσάχνη
Ν και αλισάχνη)
νεοελλ.
άχνη αλατιού, λεπτό στρώμα από αλάτι που παραμένει επάνω στο πρόσωπο ή στο έδαφος ύστερα από την εξάτμιση του θαλασσινού νερού
αρχ.
ἁλὸς ἄχνη
α) «ἀφρῶδες ἐπάνθισμα τῶν ἁλῶν» (δηλ. τών αλυκών)
β) αφρός της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς, -ός + ἄχνη. Ο τ. ἁλισάχνη κατά τα πολλά ονόματα με α΄ συνθετικό ἁλι-. (Για το συνδετικό φωνήεν -ι αντί του -ο- πρβλ. και κακιποδιά αντί κακοποδιά, κωλισαύρα αντί κωλοσαύρα κ.λπ.).
ΠΑΡ. νεοελλ. αλοσαχνιάζω].