ἀντιστρατεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀντιστρατεύομαι]] κ. -εύω)<br />[[εναντιώνομαι]], [[αντιτίθεμαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντίκειμαι]], [[αντιβαίνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκστρατεύω]], [[κάνω]] πόλεμο [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[εκστρατεύω]] κι εγώ.
|mltxt=(Α [[ἀντιστρατεύομαι]] κ. -εύω)<br />[[εναντιώνομαι]], [[αντιτίθεμαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντίκειμαι]], [[αντιβαίνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκστρατεύω]], [[κάνω]] πόλεμο [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[εκστρατεύω]] κι εγώ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιστρᾰτεύομαι:''' μέλ. <i>-σομαι</i>, αποθ., [[διεξάγω]] πόλεμο [[εναντίον]] κάποιου, <i>τινι</i>, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιστρᾰτεύομαι Medium diacritics: ἀντιστρατεύομαι Low diacritics: αντιστρατεύομαι Capitals: ΑΝΤΙΣΤΡΑΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: antistrateúomai Transliteration B: antistrateuomai Transliteration C: antistrateyomai Beta Code: a)ntistrateu/omai

English (LSJ)

   A take the field, make war against, τινί X.Cyr.8.8.26:—later in Act., D.S.22.15, J.AJ2.10.1 (abs.): metaph., Ἔρωτες ἀ. τοῖς ὑπερηφανοῦσι Aristaenet.2.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιστρᾰτεύομαι: ἀποθ., ἐκστρατεύω ἐναντίον τινός, κινῶ πόλεμον, τινὶ Ξεν. Κύρ. 8. 8, 26: - οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. Διοδ, Ἐκλογ. 499. 22· μεταφ., Ἀρισταίν. 2.1 .

English (Strong)

from ἀντί and στρατεύομαι; (figuratively) to attack, i.e. (by implication) destroy: war against.

English (Thayer)

1. to make a military expedition, or take the field, against anyone: Xenophon, Cyril 8,8, 26.
2. to oppose, war against: τίνι, Aristaenet. 2,1, 13.)

Greek Monolingual

ἀντιστρατεύομαι κ. -εύω)
εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι
νεοελλ.
αντίκειμαι, αντιβαίνω σε κάτι
αρχ.
1. εκστρατεύω, κάνω πόλεμο εναντίον κάποιου
2. εκστρατεύω κι εγώ.

Greek Monotonic

ἀντιστρᾰτεύομαι: μέλ. -σομαι, αποθ., διεξάγω πόλεμο εναντίον κάποιου, τινι, σε Ξεν.