ἀπόθλιψις: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόθλιψις]], η (Α)<br /><b>1.</b> το στείψιμο<br /><b>2.</b> το να εκδιωχθεί [[κάποιος]] από τη [[θέση]] που κατέχει.
|mltxt=[[ἀπόθλιψις]], η (Α)<br /><b>1.</b> το στείψιμο<br /><b>2.</b> το να εκδιωχθεί [[κάποιος]] από τη [[θέση]] που κατέχει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόθλιψις:''' -εως, ἡ, [[εξαγωγή]] μέσω πίεσης, [[εκβολή]], [[εκδίωξη]] από έναν [[τόπο]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόθλιψις Medium diacritics: ἀπόθλιψις Low diacritics: απόθλιψις Capitals: ΑΠΟΘΛΙΨΙΣ
Transliteration A: apóthlipsis Transliteration B: apothlipsis Transliteration C: apothlipsis Beta Code: a)po/qliyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A pressing, βοτρύων D.S.3.63.    II squeezing out of one's place, Luc.Jud.Voc.2.

German (Pape)

[Seite 303] ἡ, das Auspressen, D. Sic. 3, 63; Verdrängen, Luc. Iud. Voc. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόθλιψις: -εως, ἡ, τὸ ἀποθλίβειν, τὸ δι’ ἀποθλίψεως ἐξάγειν, «πάτημα», τὴν ἐν τοῖς ληνοῖς ἀπόθλιψιν τῶν βοτρύων Διόδ. 3. 63. ΙΙ. ἔκθλιψις, ἐκβολή, ἐκδίωξις, Λουκ. Δικ. Φων. 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
expulsion.
Étymologie: ἀποθλίβω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 acción de exprimir τῶν βοτρύων D.S.3.63.
2 expulsión ἐμαυτοῦ Luc.Iud.Voc.2.

Greek Monolingual

ἀπόθλιψις, η (Α)
1. το στείψιμο
2. το να εκδιωχθεί κάποιος από τη θέση που κατέχει.

Greek Monotonic

ἀπόθλιψις: -εως, ἡ, εξαγωγή μέσω πίεσης, εκβολή, εκδίωξη από έναν τόπο, σε Λουκ.