ἀσαφής: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἀσαφής]], -ές) [[σαφής]]<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[σαφής]], που δεν διακρίνεται [[καθαρά]] ή δεν [[είναι]] εύκολα [[κατανοητός]].
|mltxt=-ές (AM [[ἀσαφής]], -ές) [[σαφής]]<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[σαφής]], που δεν διακρίνεται [[καθαρά]] ή δεν [[είναι]] εύκολα [[κατανοητός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσᾰφής:''' -ές, [[ακαθόριστος]] στις αισθήσεις, [[αμυδρός]], [[δυσδιάκριτος]], [[ασαφής]], σε Θουκ.· ή στο [[μυαλό]], συγκεχυμένος, [[δυσνόητος]], σε Σοφ., Θουκ.· <i>νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν</i>, κατά τη [[διάρκεια]] της νύχτας βλέπει [[κανείς]] λιγότερο [[καθαρά]], σε Ξεν.· επίρρ. -[[φῶς]], [[σκοτεινά]], θολά, δυσνότητα, [[ἀσαφῶς]] ποτέρων ἀρξάντων, [[χωρίς]] να ξέρουμε [[ποιος]] άρχισε [[πρώτος]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 21:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσαφής Medium diacritics: ἀσαφής Low diacritics: ασαφής Capitals: ΑΣΑΦΗΣ
Transliteration A: asaphḗs Transliteration B: asaphēs Transliteration C: asafis Beta Code: a)safh/s

English (LSJ)

ές,

   A indistinct (to the senses), dim, faint, σημεῖα Th.3.22; σκιαγραφία Pl.Criti.107d; indistinct (to the mind), uncertain, obscure, πάντ' . . αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις S.OT439; νὺξ διὰ τὸ σκοτεινὴ εἶναι ἀσαφεστέρα ἐστίν by night one sees less distinctly, X.Mem.4.3.4; ἀ. πέλαγος AP 12.156; inarticulate, γλῶσσα Hp.Epid.1.26.ιγ; of sounds, Arist. Aud.801b21; φθέγματα Epigr.Gr.1003.6.    2 of persons, obscure, διδάσκαλος Pl.R.392d.    II Adv. -φῶς obscurely, Id.Cra.427d; πολεμοῦνται ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων without knowing which began, Th.4.20.

German (Pape)

[Seite 368] ές, undeutlich, dunkel, ἀσαφῆ λέγειν Soph. O. R. 439; σημεῖα Thuc. 3, 22; διδάσκαλος Plat. Rep. III, 392 d; ἀσαφῆ ἐποίει τὰ λεγόμενα Prot. 316 a; Pol. 1. 41, 7; ἴχνη λεπτὰ καὶ ἀσ, Xen. Cyn. 5, 5; aber νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν Xen. Mem. 4, 3, 4 = bei Nacht sieht man minder deutlich. – Adv., Thuc. 4, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσαφής: -ές, ὁ μὴ σαφής, δυσδιάκριτος (εἰς τὰς αἰσθήσεις), σκοτεινός, ἀμυδρός, ἀσ. σημεῖα Θουκ. 3. 22· σκιαγραφία Πλάτ. Κριτίας 107C· ὁ μὴ σαφὴς (εἰς τὸν νοῦν), σκοτεινός, δυσκατάληπτος, ἀβέβαιος, πάντ’... αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις Σοφ. Ο. Τ. 439, πρβλ. Θουκ. 4. 86· νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν, ἐν καιρῷ νυκτὸς βλέπει τις ἧττον καθαρῶς, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 4, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 156· ἀσ. γλῶσσα Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αον 990, Littré· ἐπὶ ἤχων, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 24· φθέγματα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1003. 6. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ εἴπῃ ἢ νὰ ἐξηγήσῃ τι σαφῶς, διδάσκαλος Πλάτ. Πολ. 392D ΙΙ. Ἐπίρρ. -φῶς, σκοτεινῶς, ὁ αὐτ. Κρατ. 427D· ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ τις τίνες πρῶτοι ἤρχισαν, ἀντί, ἀδήλου ὄντος πότεροι ἄρξαιεν, Θουκ. 4. 20.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
peu clair, obscur, indistinct (pour les sens) : νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν XÉN la nuit rend les objets plus difficiles à discerner ; fig. difficile à comprendre, obscur;
Cp. ἀσαφέστερος.
Étymologie: ἀ, σαφής.

Spanish (DGE)

(ἀσᾰφής) -ές
1 poco claro σκιαγραφία Pl.Criti.107d, νύξ X.Mem.4.3.4, πέλαγος AP 12.156
de signos, palabras o sonidos πάντ' ... αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις S.OT 439, τοῦτ' ἀσαφὲς ἐν κοινῷ σκοπεῖν E.Or.27, γλῶσσα Hp.Epid.1.26.13, σημεῖα Th.3.22, τὰ λεγόμενα Pl.Prt.316a, ἴχνη X.Cyn.5.5, φωναί Arist.Aud.801b21, φθέγγματα Col.Memn.947 (Caec.Treb.), κρίσις Ptol.Iudic.7.1, χρησμός D.C.Epit.7.25.2, λόγος Aristid.Quint.66.5, del libro de Heráclito ἐπιτηδεύσας ἀσαφέστερον γράψαι tras haberlo escrito deliberadamente con poca claridad D.L.9.6 (= Heraclit.A 1), de pers. o acciones Παρμενίδης Procl.in Ti.1.345.13 (= Parm.A 17), ἀσαφὴς γὰρ ἦν ἐν τῇ φράσει τῶν πραγμάτων Ar.Ra.1122, βούλησις Th.4.108, γελοῖος ... ἔοικα διδάσκαλος εἶναι καὶ ἀ. Pl.R.392d, ἀσαφεστέρα ἔσται ἡ ζήτησις οὗ ζητοῦμεν Pl.R.571a, ὄγκος Plu.2.161a, subst. τὸν ἀσαφέστερον ἐάσαντες Plu.2.743a
invisible ἄνδρες ... ἀσαφεῖς τὰ σκέλη Philostr.Im.1.4.
2 adv. -ῶς, -έως con poca claridad ἀ. διαλέγεσθαι Hp.Epid.6.7.1, πολεμοῦνται ἀ. ποτέρων ἀρξάντων están envueltos en la guerra sin que haya claridad de quiénes la comenzaron Th.4.20, ἀ. λέγειν Pl.Cra.427d, cf. Pl.Ti.54b, ἐνδείκνυσθαι Gal.8.3, de perras μεταθέουσι ... ἀσαφῶς persiguen con titubeo X.Cyn.3.10.

Greek Monolingual

-ές (AM ἀσαφής, -ές) σαφής
αυτός που δεν είναι σαφής, που δεν διακρίνεται καθαρά ή δεν είναι εύκολα κατανοητός.

Greek Monotonic

ἀσᾰφής: -ές, ακαθόριστος στις αισθήσεις, αμυδρός, δυσδιάκριτος, ασαφής, σε Θουκ.· ή στο μυαλό, συγκεχυμένος, δυσνόητος, σε Σοφ., Θουκ.· νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν, κατά τη διάρκεια της νύχτας βλέπει κανείς λιγότερο καθαρά, σε Ξεν.· επίρρ. -φῶς, σκοτεινά, θολά, δυσνότητα, ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων, χωρίς να ξέρουμε ποιος άρχισε πρώτος, σε Θουκ.