βαλανάγρα: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαλανάγρα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[κλειδί]] ή [[άγκιστρο]] για να τραβά [[κανείς]] τη βάλανο, τον [[σύρτη]] της πόρτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βάλανος]] <span style="color: red;">+</span> [[άγρα]] «[[κυνήγι]]»].
|mltxt=[[βαλανάγρα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[κλειδί]] ή [[άγκιστρο]] για να τραβά [[κανείς]] τη βάλανο, τον [[σύρτη]] της πόρτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βάλανος]] <span style="color: red;">+</span> [[άγρα]] «[[κυνήγι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰλᾰνάγρα:''' ἡ, [[κλειδί]] ή [[γάντζος]] για το [[τράβηγμα]] του μοχλού της πόρτας (βλ. [[βάλανος]] II), σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰλᾰνάγρα Medium diacritics: βαλανάγρα Low diacritics: βαλανάγρα Capitals: ΒΑΛΑΝΑΓΡΑ
Transliteration A: balanágra Transliteration B: balanagra Transliteration C: valanagra Beta Code: balana/gra

English (LSJ)

ἡ,

   A key or hook for pulling out the βάλανος 11.4, Hdt. 3.155, X.HG5.2.29, Aen.Tact.18.9: in pl., = βάλανος 11.4, Plb.7.16.5, Them.Or.26.315d.

German (Pape)

[Seite 428] ἡ, 1) Schlüssel, der die βάλανος, w. m. s., heraushebt, Her. 3, 155; Xen. Hell. 5, 2, 29. – 2) das Thürschloß, Pol. 7, 16; Plut. Symp. 7, 5, 3.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλᾰνάγρα: ἡ, κλειδίον τι ἢ ἄγκιστρον πρὸς ἐξαγωγὴν τῆς βαλάνου, ὁπότεθύρα ἠνοίγετο (ἴδε βάλανος ΙΙ. 3), Ἡρόδ. 3. 155. Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 29· - παρὰ Πολυβ. 7. 16, 5, κατὰ τὸ φαινόμενον, -βάλανος ΙΙ. 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
clef ou crochet pour pousser un verrou.
Étymologie: βάλανος, ἀγρέω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 llave ἐπιτρέψονται ἐμοὶ Βαβυλώνιοι ... τῶν πυλέων τὰς βαλανάγρας Hdt.3.155, παραδοὺς αὐτῷ τὴν βαλανάγραν τῶν πυλῶν X.HG 5.2.29, cf. Aen.Tact.18.9, Plu.2.705e, Polyaen.1.38.1, 2.36, 5.24, νῦν ἔμβαλε τὴν βαλανάγραν Hedyl.1494P.
2 cerrojo οὗτοι μὲν ἔξωθεν προσπεσόντες πειρῶνται διακόπτειν τοὺς στροφεῖς καὶ τὸ ζύγωμα τῶν πυλῶν, αὐτοὶ δὲ τὸν μοχλὸν ἔνδοθεν καὶ τὰς βαλανάγρας Plb.7.16.5, cf. Them.Or.26.315d.

Greek Monolingual

βαλανάγρα, η (Α)
1. κλειδί ή άγκιστρο για να τραβά κανείς τη βάλανο, τον σύρτη της πόρτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάλανος + άγρα «κυνήγι»].

Greek Monotonic

βᾰλᾰνάγρα: ἡ, κλειδί ή γάντζος για το τράβηγμα του μοχλού της πόρτας (βλ. βάλανος II), σε Ηρόδ., Ξεν.