βούτης: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βούτης]], ο και δωρ. τ. [[βούτας]] και [[βώτας]], ο (Α) [[βους]]<br /><b>1.</b> ο [[βουκόλος]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «βούταν φόνον» — θυσίες βοδιών.
|mltxt=[[βούτης]], ο και δωρ. τ. [[βούτας]] και [[βώτας]], ο (Α) [[βους]]<br /><b>1.</b> ο [[βουκόλος]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «βούταν φόνον» — θυσίες βοδιών.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βούτης:''' -ου, Δωρ. [[βούτας]] ή [[βώτας]], -α, <i>ὁ</i> ([[βοῦς]]),<br /><b class="num">I.</b> [[βοσκός]], [[αγελαδάρης]], σε Αισχύλ., Ευρ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[βούτης]] [[φόνος]], η [[σφαγή]] των βοδιών, των αγελάδων, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούτης Medium diacritics: βούτης Low diacritics: βούτης Capitals: ΒΟΥΤΗΣ
Transliteration A: boútēs Transliteration B: boutēs Transliteration C: voytis Beta Code: bou/ths

English (LSJ)

ου, Dor. βούτας α, ὁ, (βοῦς)

   A herdsman, A.Pr.568 (lyr.), E.Andr.280 (lyr.), Theoc.1.80, AP6.255 (Eryc.), etc.:—as Adj., β. φόνος the slaughter of kine, E.Hipp.537.    II = ὀρίγανος (Cydonia), Hsch.

German (Pape)

[Seite 460] ὁ, der Ochsenhirt, Tragg., z. B. Aesch. Prom. 569; Eur. Hec. 646; Theocr. βώτας, z. B. 1, 80. – Adj. φόνος, Rindermord, Eur. Hipp. 537, = ἑκατόμβη.

Greek (Liddell-Scott)

βούτης: -ου, Δωρ. βούτας ἢ (παρὰ Θεοκρ.) βώτας, α, ὁ, (βοῦς) βουκόλος, Αἰσχύλ. Πρ. 569, Ἀγ. 719, Εὐρ. Ἀνδρ. 280, Θεόκρ. 1. 80, κτλ.· - ὡς ἐπίθ., βούτ. φόνος, σφαγὴ βοῶν, Εὐρ. Ἱππ. 537.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui concerne les bœufs, de bœuf ; ὁ βούτης bouvier.
Étymologie: βοῦς.

Greek Monolingual

βούτης, ο και δωρ. τ. βούτας και βώτας, ο (Α) βους
1. ο βουκόλος
2. ως επίθ. φρ. «βούταν φόνον» — θυσίες βοδιών.

Greek Monotonic

βούτης: -ου, Δωρ. βούτας ή βώτας, -α, (βοῦς),
I. βοσκός, αγελαδάρης, σε Αισχύλ., Ευρ., Θεόκρ.
II. ως επίθ., βούτης φόνος, η σφαγή των βοδιών, των αγελάδων, σε Ευρ.