βρωτικός: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(7) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βρωτικός]], -ή, -όν (Α) [[βρωτός]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει την [[τάση]] να τρώει [[συχνά]], [[αδηφάγος]]<br /><b>2.</b> [[ορεκτικός]]. | |mltxt=[[βρωτικός]], -ή, -όν (Α) [[βρωτός]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει την [[τάση]] να τρώει [[συχνά]], [[αδηφάγος]]<br /><b>2.</b> [[ορεκτικός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βρωτικός:''' прожорливый Arph., Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A inclined to eat, voracious, Arist.GA745a29, PA682a17 (Comp.), Fr.231 (Sup.), Plu.2.352f (Comp.). Adv. -κῶς, ἔχειν EM 485.17, Eust.966.4, etc. II promoting this inclination, δυνάμεις dub. l. in Chrysipp.Stoic.3.199 (ἐρωτικαί Coraes). III gnawing, ἄλγημα Hp.Epid.7.52.
German (Pape)
[Seite 467] zum Essen gehörig; δυνάμεις, Eßlust erregende Arzneimittel, Chrysipp. bei Ath. VIII, 335 d, – βρωτικώτερον Poll. 6, 39.
Greek (Liddell-Scott)
βρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν πρὸς βρῶσιν, ἀδηφάγος, Ἀριστ. Προβλ. 23. 39, π. Ζ. Γ. 4. 5, κτλ. ΙΙ. ὁ προάγων τὴν τάσιν ταύτην, ὀρεκτικός, δυνάμεις Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335Ι).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 vorace;
2 corrosif.
Étymologie: βιβρώσκω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que consume, devorador, ἄλγημα Hp.Epid.7.52.
2 voraz (ζῷα) Arist.PA 682a17, cf. GA 745a29, Fr.231, Plu.2.635a, 352f.
II adv. -ῶς con hambre β. ἔχω estoy hambriento Eust.966.4.
Greek Monolingual
βρωτικός, -ή, -όν (Α) βρωτός
1. εκείνος που έχει την τάση να τρώει συχνά, αδηφάγος
2. ορεκτικός.
Russian (Dvoretsky)
βρωτικός: прожорливый Arph., Arst., Plut.