διαίτημα: Difference between revisions
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
(9) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[διαίτημα]]) [[δίαιτα]]<br />[[ενδιαίτημα]], [[τόπος]] κατοικίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> [[δίαιτα]], [[τρόπος]] ζωής<br /><b>2.</b> [[φαγητό]], [[τροφή]]<br /><b>3.</b> [[κατοικία]], [[διαμονή]]<br /><b>4.</b> οι συνήθειες, τα έθιμα. | |mltxt=το (AM [[διαίτημα]]) [[δίαιτα]]<br />[[ενδιαίτημα]], [[τόπος]] κατοικίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> [[δίαιτα]], [[τρόπος]] ζωής<br /><b>2.</b> [[φαγητό]], [[τροφή]]<br /><b>3.</b> [[κατοικία]], [[διαμονή]]<br /><b>4.</b> οι συνήθειες, τα έθιμα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δῐαίτημα:''' -ατος, τό, [[κυρίως]] στον πληθ., κανόνες ζωής, [[τρόπος]], [[πορεία]] ή [[διαδρομή]] ζωής, [[διαβίωση]], [[ιδίως]] σε [[σχέση]] προς την [[τροφή]], [[διατροφή]], σε Ξεν.· γενικά, θεσμοί, έθιμα, σε Θουκ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, mostly in pl.,
A food, diet, Hp.VM13; sustenance, provisions, X.Mem.1.6.5: in sg., δ. τὸ καθ' ἡμέραν Arist.Pr. 866b3. 2 pl., rules of life, regimen, esp. in regard of diet, Hp. VM3: generally, institutions, customs, Th.1.6, X.Ath.1.8. 3 abode, Hld.2.26; ὁ νοῦς ἐμόν ἐστιν δ. (v.l. ἐνδ-) Ph.1.160.
German (Pape)
[Seite 580] τό, 1) Lebenseinrichtung, Lebensweise, im plur., Thuc. 1, 6; Xen. Ath. 1, 8. – 2) Lebensunterhalt, Speise, Medic.; τὰ ἐμὰ διαιτήματα Xen. Mem. 1, 6, 5. – 3) Wohnung Hel. 2, 26.
Greek (Liddell-Scott)
δῐαίτημα: τό, συνήθ. κατὰ πληθ., τροφή, δίαιτα, τρόπος ζωῆς, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἀριστ. Προβλ. 1. 56. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, κανόνες ζωῆς, τρόπος ζωῆς, ἰδίως ἐν σχέσει πρὸς τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 5· καθόλου, ἔξεις, ἔθιμα, Θουκ. 1. 6, Ξεν. Ἀθην. 1, 8. 3) διαμονή, κατοικία, Ἡλιόδ. 2. 26.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 régime de vie, genre d’alimentation, diète;
2 en gén. genre de vie, règles de vie, mœurs, habitudes ; coutumes, institutions;
3 particul. résidence, habitation.
Étymologie: διαιτάω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
frec. plu.
I 1régimen, género de vida, esp. ref. a la dieta dieta alimenticia τὰ δὲ νῦν διαιτήματα εὑρημένα Hp.VM 3, cf. 13, ὑγιαίνουσι φαίνονται διαφέροντα μεγάλα τὰ τοῖα ἢ τοῖα διαιτήματα Hp.Acut.28, cf. Epid.1.25, Vict.1.32, Gal.6.381.
2 plu. víveres, provisiones διαιτήματα ... σπανιώτερά τε καὶ πολυτελέστερα X.Mem.1.6.5
•en sg. τὸ καθ' ἡμέραν δ. ración diaria de alimentos Arist.Pr.866b3.
3 plu. modos de vida, costumbres Th.1.6, X.Ath.1.8, D.H.1.21, Plu.2.123c, Iambl.Fr.100, D.C.73.5.5
•tb. en sg. πολυδάπανον δ. vida dilapidadora D.S.17.108.
II concr., sólo sg. morada, residencia ἡ πόλις δ. κρειττόνων ἔδοξε Hld.2.26.2
•fig. ὁ δὲ νοῦς ἐμόν ἐστιν δ. Ph.1.160.
Greek Monolingual
το (AM διαίτημα) δίαιτα
ενδιαίτημα, τόπος κατοικίας
αρχ.
συνήθως στον πληθ.
1. δίαιτα, τρόπος ζωής
2. φαγητό, τροφή
3. κατοικία, διαμονή
4. οι συνήθειες, τα έθιμα.
Greek Monotonic
δῐαίτημα: -ατος, τό, κυρίως στον πληθ., κανόνες ζωής, τρόπος, πορεία ή διαδρομή ζωής, διαβίωση, ιδίως σε σχέση προς την τροφή, διατροφή, σε Ξεν.· γενικά, θεσμοί, έθιμα, σε Θουκ., Ξεν.