ἐπιψαύω: Difference between revisions
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
(14) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπιψαύω]]) [[ψαύω]]<br />[[αγγίζω]] [[ελαφρά]] την [[επιφάνεια]], [[αγγίζω]] [[ελαφρά]] («oὔτ΄ ἄρ’ ἐπιψαύων σάκεος», <b>Ησίοδ.</b>) || <b>αρχ.-μσν.</b> (για γεγονότα ή [[ενέργεια]]) [[κάνω]] σύντομη [[μνεία]] («τὰ δὲ καὶ εἴρηκα αὐτῶν ἐπιψαύσας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) [[απλώνω]] το [[χέρι]] και [[πιάνω]] [[κάτι]] («χεῑρα δεξιάν ὁρᾷς κώπης ἐπιψαύουσαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ναυαγούς) «[[ἐπιψαύω]] γῆς» — [[φθάνω]] στην [[ξηρά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὅς τ’ ὀλίγον περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν» — τόσο λίγο μπορεί να φτάσει με το [[μυαλό]] του, <b>Ομ. Οδ.</b>). | |mltxt=(AM [[ἐπιψαύω]]) [[ψαύω]]<br />[[αγγίζω]] [[ελαφρά]] την [[επιφάνεια]], [[αγγίζω]] [[ελαφρά]] («oὔτ΄ ἄρ’ ἐπιψαύων σάκεος», <b>Ησίοδ.</b>) || <b>αρχ.-μσν.</b> (για γεγονότα ή [[ενέργεια]]) [[κάνω]] σύντομη [[μνεία]] («τὰ δὲ καὶ εἴρηκα αὐτῶν ἐπιψαύσας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) [[απλώνω]] το [[χέρι]] και [[πιάνω]] [[κάτι]] («χεῑρα δεξιάν ὁρᾷς κώπης ἐπιψαύουσαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ναυαγούς) «[[ἐπιψαύω]] γῆς» — [[φθάνω]] στην [[ξηρά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὅς τ’ ὀλίγον περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν» — τόσο λίγο μπορεί να φτάσει με το [[μυαλό]] του, <b>Ομ. Οδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιψαύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αγγίζω]] την [[επιφάνεια]], [[αγγίζω]] [[ελαφρά]], [[ψηλαφώ]], [[πασπατεύω]], με γεν., σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· κἂν [[ὀλίγον]] νυκτός τις ἐπιψαύσῃσι, δηλ. αν [[κάποιος]] κοιμηθεί [[έστω]] και λίγο, σε Θεόκρ.· μεταφ., [[αγγίζω]] [[ελαφρά]] [[κάτι]], Λατ. [[strictim]] attingere, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., ὅστ' [[ὀλίγον]] περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν, αυτός που μπορεί να προχωρήσει λίγο χρησιμοποιώντας την αντίληψή του, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. fut.
A -ψαυσῶ Archim. Con.Sph.30:—touch on the surface, touch lightly, c. gen., Hes.Sc.217, Hdt.3.87, etc.; attain, abs., κατὰ πᾶν τέλος Pi.I.4(3).11 ; ἐ. φιλοτάτων to aspire to loves, Id.P.4.92 ; ἐ. τινὸς οὐδὲ κατὰ μικρόν Phan.Hist. 19 ; γῆς ἐ., of shipwrecked persons, S.Fr.636.2 : generally, handle, κώπης Id.Ph.1255 ; meddle with, τάφου Id.Aj.1394 : metaph., also, touch lightly upon, Hdt.2.65. b Geom., ἡ -ψαύουσα (sc. γραμμή) tangent, Archim.Sph.Cyl.1.12, etc. 2 c.dat., Q.S.2.456. 3 c. acc., Id.12.551. II once in Hom., intr. and metaph., ὅς τ' ὀλίγον περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν who can reach ever so little way by his wits, Od.8.547.
German (Pape)
[Seite 1005] (s. ψαύω), auf der Oberfläche, leicht berühren, streifen, ritzen, τινός, Hes. Sc. 217; τάφου, κώπης, Soph. Ai. 1394 Ph. 1250; τῶν ἄρθρων τῇ χειρί Her. 3, 87; übertr., τὰ δὲ καὶ εἴρηκα ἐπιψαύσας αὐτῶν 2, 65; vgl. Pol. 2, 1, 4; φιλοτάτων, d. i. nach Liebe trachten, Pind. P. 4, 92; κατὰ τέλος I. 3, 29; κἂν ὀλίγον νυκτὸς ἐπιψαύσῃσιν Theocr. 21, 4; Hom. vrbdt ὅςτ' ὀλίγον περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν, der nur ein wenig mit dem Herzen zu empfinden vermag, Od. 8, 547. – Qu. Sm. vrbdt es mit dem dat., 2, 456, u. c. acc., ὁδόν, betreten, 12, 551; vgl. Orph. lith. 126.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιψαύω: ψαύω, ἐγγίζω ἐλαφρῶς, μετὰ γεν., Ἡσιοδ. Ἀσπ. Ἡρ. 217, Ἡρόδ. 3. 87, καὶ Ἀττ., φθάνω τι, Πινδ. Ι. 3 (4). 17· κἄν ὀλίγον νυκτός τις ἐπιψαύσῃσι, δηλ. ἐάν τις κοιμηθῇ ἔστω καὶ ὀλίγιστον, Θεόκρ. 21. 4· ὄφρα τις τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτων ἐπιψαύειν ἔραται, «ὅπως ἂν τις τῶν δυνατῶν ἐπιθυμιῶν ὀρέγηται» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 164· τῶν δὲ Τερπάνδρου καὶ Φρύνιδος νόμων οὐδὲ κατὰ μικρὸν ἠδύναντο ἐπιψαῦσαι Φανίας παρ᾿ Ἀθην. 638C· γῆς ἐπ., ἐπὶ ναυαγῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 563· καθόλου, ἐπιλαμβάνομαι, κώπης ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1255· ἐγγίζω τι, λαμβάνω μέρος εἴς τι, τάφου μὲν ὀκνῶ τοῦδ᾿ ἐπιψαύειν ἐᾶν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1394· μεταφ., ὡσαύτως, ἐλαφρῶς ἐγγίζω τι, Λατ. strictim attingere, Ἡροδ. 2. 65. 2) μετὰ δοτ. Κόϊντ Σμ. 2. 456· πρβλ. ψαύω. 3) μετ᾿ αἰτ., ὁ αὐτ. 12. 551, Ὀρφ. Λιθ. 126. ΙΙ. ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν μόνον ἅπαξ, καὶ τοῦτο μεταφ. ἐπὶ ἀμεταβ. ἐννοίας, ἀνέρι, ὅς τ᾿ ὀλίγον περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσι, «τοῦτο ἀντιπτωτικῶς κεῖται, ἵνα λέγῃ ὅτι ἀνδρί, ὃς ὀλίγον τι ἐπιψαύει φρενῶν,... ἔστι γὰρ ὅλος ὁ στίχος ἀντὶ τοῦ ‘ἀνέρι φρονίμῳ’» Εὐστ., Ὀδ. Θ. 547· πρβλ. εἶ κ᾿ ὀλίγον περ ἐπαύρῃ Ἰλ. Λ. 391. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 479.
French (Bailly abrégé)
toucher à la surface, toucher légèrement, effleurer, gén. : fig. ἐπ. τινός effleurer un sujet ; ὅστ’ ὀλίγον περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν OD celui qui ne fait qu’effleurer légèrement la sagesse, càd qui n’a que peu de sagesse.
Étymologie: ἐπί, ψαύω.
English (Autenrieth)
touch upon; met., πραπίδεσσιν, ‘have perception,’ Od. 8.547†.
English (Slater)
ἐπιψαύω
1 attain, touch on c. gen. “ὄφρα τις τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτων ἐπιψαύειν ἔραται” (P. 4.92) ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν κατὰ πὰν τέλος (I. 4.11)
Greek Monolingual
(AM ἐπιψαύω) ψαύω
αγγίζω ελαφρά την επιφάνεια, αγγίζω ελαφρά («oὔτ΄ ἄρ’ ἐπιψαύων σάκεος», Ησίοδ.)
Greek Monotonic
ἐπιψαύω: μέλ. -σω,
I. αγγίζω την επιφάνεια, αγγίζω ελαφρά, ψηλαφώ, πασπατεύω, με γεν., σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· κἂν ὀλίγον νυκτός τις ἐπιψαύσῃσι, δηλ. αν κάποιος κοιμηθεί έστω και λίγο, σε Θεόκρ.· μεταφ., αγγίζω ελαφρά κάτι, Λατ. strictim attingere, σε Ηρόδ.
II. αμτβ., ὅστ' ὀλίγον περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν, αυτός που μπορεί να προχωρήσει λίγο χρησιμοποιώντας την αντίληψή του, σε Ομήρ. Οδ.