ἐπιφλέγω: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
(14)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιφλέγω]] (Α) [[φλέγω]]<br /><b>1.</b> [[κατακαίω]], [[πυρπολώ]] («πῡρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θερμαίνω]], [[φλέγω]], [[πυρώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξάπτω]], [[παροτρύνω]], [[προτρέπω]] («[[σάλπιγξ]] δ’ ἀϋτῇ πάντ’ ἐκεῑν’ ἐπέφλεγεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ανάβω]], [[εξάπτω]] από έρωτα («Λαΐς ἐπιφλέγει πόθῳ τὴν Ἑλλάδα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[φωτίζω]]<br /><b>6.</b> [[κάνω]] κάποιον διάσημο, [[λαμπρύνω]] («πόλιν... ἐπιφλέγων ἀοιδαῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για τον ήλιο) [[καίω]] υπερβολικά («ἤν... ὁ [[ἥλιος]]... τὸ μεσημβρινὸν ἐπιφλέγῃ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[λάμπω]], [[είμαι]] [[λαμπρός]] («εὐφροσύνα τε καὶ δόξ’ ἐπιφλέγει», <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιφλέγω]] (Α) [[φλέγω]]<br /><b>1.</b> [[κατακαίω]], [[πυρπολώ]] («πῡρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θερμαίνω]], [[φλέγω]], [[πυρώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξάπτω]], [[παροτρύνω]], [[προτρέπω]] («[[σάλπιγξ]] δ’ ἀϋτῇ πάντ’ ἐκεῑν’ ἐπέφλεγεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ανάβω]], [[εξάπτω]] από έρωτα («Λαΐς ἐπιφλέγει πόθῳ τὴν Ἑλλάδα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[φωτίζω]]<br /><b>6.</b> [[κάνω]] κάποιον διάσημο, [[λαμπρύνω]] («πόλιν... ἐπιφλέγων ἀοιδαῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για τον ήλιο) [[καίω]] υπερβολικά («ἤν... ὁ [[ἥλιος]]... τὸ μεσημβρινὸν ἐπιφλέγῃ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[λάμπω]], [[είμαι]] [[λαμπρός]] («εὐφροσύνα τε καὶ δόξ’ ἐπιφλέγει», <b>Πίνδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιφλέγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατακαίω]], [[καταστρέφω]] ολοκληρωτικά, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[ἐπιφλέγω]] τὴν πόλιν, την [[πυρπολώ]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[φλογίζω]], [[διεγείρω]], [[εξάπτω]], [[ερεθίζω]], [[ανάβω]], [[παροτρύνω]], [[προτρέπω]], σε Αισχύλ., Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι [[καυστικός]], [[καίω]] [[δυνατά]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφλέγω Medium diacritics: ἐπιφλέγω Low diacritics: επιφλέγω Capitals: ΕΠΙΦΛΕΓΩ
Transliteration A: epiphlégō Transliteration B: epiphlegō Transliteration C: epiflego Beta Code: e)pifle/gw

English (LSJ)

   A burn up, πῦρ..ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην Il.2.455 ; ὄφρ' ἤτοι τοῦτον μὲν [νεκρὸν] ἐπιφλέγῃ..πῦρ 23.52 ; of an enemy, πάντα ἐπέφλεγον καὶ ἔκειρον Hdt.8.32 ; ἐ. τὴν πόλιν set fire to it, Th.2.77:— Pass., Nic.Th.188.    2 heat, inflame, τὴν ἐπιφάνειαν Aët.15.20 : metaph., inflame, excite, σάλπιγξ ἀϋτῇ πάντ' ἐκεῖν' ἐπέφλεγεν A.Pers. 395 ; ἐ. τινὰ αἴθοπι μώμῳ Tim.Pers.222 ; Ἀννίβχς εὐτυχῶν ἐ. τὴν Ἰταλίαν Plu.Cat.Ma.1 ; with love, Λαΐς ἐ. πόθῳ τὴν Ἑλλάδα Id.2.767f : —Pass., Arist.Phgn.812a27, Ael.NA15.9.    3 illumine, ἠέλιος.. ἐ. ἀκτίνεσσιν D.P.1110 : metaph., make illustrious, ἐ. πόλιν ἀοιδαῖς Pi. O.9.22.    II intr., to be scorching hot, of the sun, Luc.Anach.25, D.C.59.7 : metaph., to be brilliant, εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐ. Pi.P.11.45.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφλέγω: μέλλ. -ξω, κατακαίω, πῦρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην Ἰλ. Β. 455· ὄφρ. ἦ τοι τοῦτον μὲν ἐπιφλέγῃ νεκρὸν... πῦρ Ψ. 52· ἐπὶ ἐχθροῦ, πάντα ἐπέφλεγον καὶ ἔκειρον Ἡρόδ. 8. 32· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ἐπ. ἀκτίνεσσιν Διον. Περιηγ. 1110· ἐπ. τὴν πόλιν, πυρπολεῖν αὐτήν, Θουκ. 2. 77. ― Παθ., Νικ. Θ. 188. 2) μεταφ., ἐξάπτω, παροτρύνω, προτρέπω, σάλπιγξ δ’ ἀϋτῇ πάντ’ ἐκεῖν’ ἐπέφλεγεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 395 δι’ ἔρωτος, Λαΐς ἐπ. τὴν Ἑλλάδα Πλούτ. 2. 767F, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κάτ. Πρεσβ. 1, Αἰλ. π. Ζ. 15. 9. ― Παθ., Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 34. 3) μεταφ. ὡσαύτως, καθιστῶ τινα ἔνδοξον, Λατ. illustrare, ἐπ. πόλιν ἀοιδαῖς Πινδ. Ο. 9. 34. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ ἡλίου, καίω ἰσχυρῶς, εἶμαι καυστικός, καὶ μάλιστα ἢν καὶ ὁ ἥλιος ὥσπερ νῦν τὸ μεσημβρινὸν ἐπιφλέγῃ Λουκ. Ἀνάχ. 25, Δίων Κ. 59. 7· ― μεταφ., εἶμαι λαμπρός, Πίνδ. Π. 11. 69.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 consumer par la flamme, brûler, acc.;
2 fig. enflammer;
II. intr. briller, resplendir.
Étymologie: ἐπί, φλέγω.

English (Autenrieth)

burn, consume; ὕλην, νεκρόν, Β , Il. 23.52. (Il.)

English (Slater)

ἐπιφλέγω
   a trans., light up φίλαν πόλιν μαλεραῖς ἐπιφλέγων ἀοιδαῖς (O. 9.22)
   b intrans., blaze met. τῶν εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει (P. 11.45)

Greek Monolingual

ἐπιφλέγω (Α) φλέγω
1. κατακαίω, πυρπολώ («πῡρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην», Ομ. Ιλ.)
2. θερμαίνω, φλέγω, πυρώνω
3. μτφ. εξάπτω, παροτρύνω, προτρέπωσάλπιγξ δ’ ἀϋτῇ πάντ’ ἐκεῑν’ ἐπέφλεγεν», Αισχύλ.)
4. ανάβω, εξάπτω από έρωτα («Λαΐς ἐπιφλέγει πόθῳ τὴν Ἑλλάδα», Πλούτ.)
5. φωτίζω
6. κάνω κάποιον διάσημο, λαμπρύνω («πόλιν... ἐπιφλέγων ἀοιδαῑς», Πίνδ.)
7. (αμτβ.) (για τον ήλιο) καίω υπερβολικά («ἤν... ὁ ἥλιος... τὸ μεσημβρινὸν ἐπιφλέγῃ», Λουκιαν.)
8. μτφ. λάμπω, είμαι λαμπρός («εὐφροσύνα τε καὶ δόξ’ ἐπιφλέγει», Πίνδ.).

Greek Monotonic

ἐπιφλέγω: μέλ. -ξω,
I. 1. κατακαίω, καταστρέφω ολοκληρωτικά, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ἐπιφλέγω τὴν πόλιν, την πυρπολώ, σε Θουκ.
2. μεταφ., φλογίζω, διεγείρω, εξάπτω, ερεθίζω, ανάβω, παροτρύνω, προτρέπω, σε Αισχύλ., Πλούτ.
II. αμτβ., είμαι καυστικός, καίω δυνατά, σε Λουκ.