ἐρεύθω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
(14)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐρευθῶ, -έω (Α) [[έρευθος]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], [[κοκκινίζω]].
|mltxt=ἐρευθῶ, -έω (Α) [[έρευθος]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], [[κοκκινίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρεύθω:''' απαρ. αορ. αʹ [[ἐρεῦσαι]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] κόκκινο, [[βάφω]] κόκκινο, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], [[ροδίζω]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 23:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρεύθω Medium diacritics: ἐρεύθω Low diacritics: ερεύθω Capitals: ΕΡΕΥΘΩ
Transliteration A: ereúthō Transliteration B: ereuthō Transliteration C: ereytho Beta Code: e)reu/qw

English (LSJ)

aor. 1 inf.

   A ἐρεῦσαι Il. (v. infr.):—make red, stain with red, αἵματι γαῖαν 11.394 ; γαῖαν ἐρεῦσαι αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ 18.329 ; βωμὸν φόνοισι Pythag. ap. S.E. M.9.128:—Pass., to be or become red, Sapph.93, Hp.Epid.2.3.1, Morb. Sacr.15, Theoc.17.127 ; [ἀστὴρ] καλὸν -όμενος A.R.1.778.    II intr. in Act., ἔρ]ευθε φώτων [αἵμα] τι γαῖα B.12.152 ; τὸ πρόσωπον ἐ. Hp. Morb.4.38. (ONorse rjóþa, OE. réodan 'redden', OE. réad 'red' ; v. ἐρυθρός.)

German (Pape)

[Seite 1026] röthen, roth färben, γαῖαν αἵματι Il. 11, 394. 18, 329; – pass. roth werden, Hippocr.; ἐρευθομένων ἐπὶ βωμῶν Theocr. 17, 127; Ap. Rh. 1, 778 u. a. Sp. – Hippocr. braucht auch das act. so, τὸ πρόσωπον ἐρεύθει, wird roth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρεύθω: ἀόρ. α΄ ἀπαρ. ἐρεῦσαι· (ἐρυθρός): κάμνω τι ἐρυθρόν, κηλιδῶ δι’ ἐρυθροῦ χρώματος, ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῖαν ἐρεύθων Ἰλ. Λ. 394· γαῖαν ἐρεῦσαι αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ Σ. 329. ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ἐρυθρός, Σαπφὼ 94, Ἱππ. 1020Ε, Θεόκρ. 17. 127, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 778, κτλ.· πρβλ. συνεξερεύθω.

French (Bailly abrégé)

f. ἐρεύσω, ao. ἤρευσα, pf. inus.
Pass. seul. prés. et impf. ἠρευθόμην;
faire rougir, rougir : αἵματι γαῖαν IL la terre de sang ; Pass. devenir rouge, rougir.
Étymologie: cf. lat. ruber, rufus.

English (Autenrieth)

aor. inf. ἐρεῦσαι: redden, dye with blood, Il. 11.394, Il. 18.329. (Il.)

Greek Monolingual

ἐρεύθω (Α)
1. κάνω κάτι ερυθρό, το κοκκινίζω, το χρωματίζω κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῑαν ἐρεύθων» Ομ. Ιλ.)
2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι ερυθρός, κοκκινωπός, κοκκινίζω («τὸ πρόσωπον ἐρεύθει», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί ακριβώς προς το αρχ. ισλ. rjōda «ματώνω», αρχ. αγγλ. rēodan «χρωματίζω, βάφω κάτι κόκκινο» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα reudh- «κόκκινος». Στην ίδια ρίζα ανάγεται και το μεταρρηματικό έρευθος, που αντιστοιχεί προς το λατ. rōbur «δρυς, το σκληρό σκούρο εσωτερικό ξύλο ορισμένων δένδρων»].

Greek Monolingual

ἐρευθῶ, -έω (Α) έρευθος
είμαι ή γίνομαι κόκκινος, κοκκινίζω.

Greek Monotonic

ἐρεύθω: απαρ. αορ. αʹ ἐρεῦσαι, καθιστώ κάτι κόκκινο, βάφω κόκκινο, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., είμαι ή γίνομαι κόκκινος, ροδίζω, σε Θεόκρ.