εὔμολπος: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔμολπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τραγουδάει [[γλυκά]] και μελωδικά<br /><b>2.</b> αυτός που τραγουδιέται μελωδικά, ο [[γεμάτος]] [[αρμονία]]<br /><b>3.</b> και ως κύριο όνομα <i>Εὔμολπος</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μολπή]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλπω]])]. | |mltxt=[[εὔμολπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τραγουδάει [[γλυκά]] και μελωδικά<br /><b>2.</b> αυτός που τραγουδιέται μελωδικά, ο [[γεμάτος]] [[αρμονία]]<br /><b>3.</b> και ως κύριο όνομα <i>Εὔμολπος</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μολπή]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλπω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔμολπος:''' -ον, ([[μολπή]]), αυτός που τραγουδάει γλυκά, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A sweetly singing, AP9.396 (Paul. Sil.): as pr.n.in h.Cer.154, etc.
German (Pape)
[Seite 1081] schön singend, Paul. gil. 72 (IX, 596).
Greek (Liddell-Scott)
εὔμολπος: -ον, ὁ ἡδέως μέλπων, Ἀνθ. Π. 9. 396· ὡς κύριον, ὄνομα ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρ. 154: - εὐμολπέω, μέλπω καλῶς, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 478: - εὐμολπία, ἡ, «εὐφωνία» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui chante bien, harmonieusement.
Étymologie: εὖ, μολπή.
Greek Monolingual
εὔμολπος, -ον (Α)
1. αυτός που τραγουδάει γλυκά και μελωδικά
2. αυτός που τραγουδιέται μελωδικά, ο γεμάτος αρμονία
3. και ως κύριο όνομα Εὔμολπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μολπή (< μέλπω)].
Greek Monotonic
εὔμολπος: -ον, (μολπή), αυτός που τραγουδάει γλυκά, σε Ανθ.