ἵζημα: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(17) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήματος, το (Α [[ἵζημα]]) [[ίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακάθι]], [[υποστάθμη]]<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> το αδιάλυτο στερεό που αποχωρίζεται από ένα [[διάλυμα]] υπό την [[επίδραση]] κάποιου αντιδραστηρίου<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> [[πέτρωμα]] που σχηματίστηκε από την [[καθίζηση]] ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή βρίσκονται [[μέσα]] στο [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθίζηση]], [[βύθιση]], [[υποχώρηση]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> (μτφ. για τον λόγο, το ύφος) [[βάθος]] («ὕψη ἱζήματα μηδαμοῡ λαμβάνοντα», Λογγίν.). | |mltxt=-ήματος, το (Α [[ἵζημα]]) [[ίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακάθι]], [[υποστάθμη]]<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> το αδιάλυτο στερεό που αποχωρίζεται από ένα [[διάλυμα]] υπό την [[επίδραση]] κάποιου αντιδραστηρίου<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> [[πέτρωμα]] που σχηματίστηκε από την [[καθίζηση]] ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή βρίσκονται [[μέσα]] στο [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθίζηση]], [[βύθιση]], [[υποχώρηση]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> (μτφ. για τον λόγο, το ύφος) [[βάθος]] («ὕψη ἱζήματα μηδαμοῡ λαμβάνοντα», Λογγίν.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἵζημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> опускание, оседание: ἱζήματα λαμβάνειν Plut. (о земле) оседать, оползать;<br /><b class="num">2)</b> рит. низкий стиль, вульгарность. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:02, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A subsidence, sinking, ἰσθμὸς ἵ. λαμβάνει Str.1.3.17, cf. 2.3.6, Plu.2.434c (pl.): metaph., of language, ὕψη ἱζήματα μηδαμοῦ λαμβάνοντα Longin.9.13.
German (Pape)
[Seite 1244] τό, das sich Setzen, die Senkung; διαστὰς ὁ ἰσθμὸς ἢ ἵζημα λαβών Strab. I, 58; vgl. Plut. def. orac. 44. – Von der Rede im Ggstz von ὕψος, Longin. 9, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἵζημα: τό, τὸ κατακάθισμα, βύθισις, ὑποχώρησις πρὸς τὰ κάτω, γῆ ἵζημα λαμβάνει Στράβ. 58, 102, Πλούτ. 2. 434Β. 2) ἐπὶ γλώσσης, βάθος, ἀντίθετον τῷ ὕψος, Λογγῖνος 9. 13.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
enfoncement.
Étymologie: ἵζω.
Greek Monolingual
-ήματος, το (Α ἵζημα) ίζω
νεοελλ.
1. κατακάθι, υποστάθμη
2. χημ. το αδιάλυτο στερεό που αποχωρίζεται από ένα διάλυμα υπό την επίδραση κάποιου αντιδραστηρίου
3. γεωλ. πέτρωμα που σχηματίστηκε από την καθίζηση ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή βρίσκονται μέσα στο νερό
αρχ.
1. καθίζηση, βύθιση, υποχώρηση προς τα κάτω
2. (μτφ. για τον λόγο, το ύφος) βάθος («ὕψη ἱζήματα μηδαμοῡ λαμβάνοντα», Λογγίν.).
Russian (Dvoretsky)
ἵζημα: ατος τό1) опускание, оседание: ἱζήματα λαμβάνειν Plut. (о земле) оседать, оползать;
2) рит. низкий стиль, вульгарность.