κακοπράγμων: Difference between revisions
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
(18) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον (AM [[κακοπράγμων]], -ον)<br />αυτός που ασχολείται με το [[κακό]], που προκαλεί [[βλάβη]], [[βλαβερός]], [[επιβλαβής]] («οὐ [[μεγαλοπράγμων]] τε καὶ [[κακοπράγμων]] [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοπραγμόνως</i> (AM)<br />επιβλαβώς, [[κατά]] τρόπο κακοπράγμονα, που προξενεί [[κακό]], [[βλάβη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγαλο</i>-<i>πράγμων</i>, <i>πολυ</i>-<i>πράγμων</i>]. | |mltxt=-ον (AM [[κακοπράγμων]], -ον)<br />αυτός που ασχολείται με το [[κακό]], που προκαλεί [[βλάβη]], [[βλαβερός]], [[επιβλαβής]] («οὐ [[μεγαλοπράγμων]] τε καὶ [[κακοπράγμων]] [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοπραγμόνως</i> (AM)<br />επιβλαβώς, [[κατά]] τρόπο κακοπράγμονα, που προξενεί [[κακό]], [[βλάβη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγαλο</i>-<i>πράγμων</i>, <i>πολυ</i>-<i>πράγμων</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾱκοπράγμων:''' -ον ([[πράσσω]]), = [[κακοποιός]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A doing evil, mischievous, X.HG5.2.36, Isoc.15.225,236, Arist.Ath.35.3: Sup. -έστατος, περί τι Plb.8.9.3. Adv. -μόνως Klio 16.163 (Delph.).
German (Pape)
[Seite 1302] ον, schlecht handelnd, boshaft, tückisch, Xen. Hell. 5, 2, 36; καὶ συκοφάνται Isocr. – Superlat., Pol. 8, 11, 3. – Adv., Eust.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui a ou exécute de mauvais desseins, malfaisant, intrigant.
Étymologie: κακός, πρᾶγμα.
Greek Monolingual
-ον (AM κακοπράγμων, -ον)
αυτός που ασχολείται με το κακό, που προκαλεί βλάβη, βλαβερός, επιβλαβής («οὐ μεγαλοπράγμων τε καὶ κακοπράγμων εἶναι», Ξεν.).
επίρρ...
κακοπραγμόνως (AM)
επιβλαβώς, κατά τρόπο κακοπράγμονα, που προξενεί κακό, βλάβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. μεγαλο-πράγμων, πολυ-πράγμων].