καταστατικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταστατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ιδρύει, που ρυθμίζει μια [[κατάσταση]] ή που αναφέρεται σε κάποια [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καταστατικός]] [[χάρτης]]» — ο [[οργανικός]] [[νόμος]] με τον οποίο ιδρύεται [[κάτι]] («[[καταστατικός]] [[χάρτης]] του ΟΗΕ»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[καταστατικό]]<br />το [[σύνολο]] τών έγγραφων κανόνων που προσδιορίζουν την [[ταυτότητα]] και τον σκοπό και διέπουν την [[οργάνωση]] και [[λειτουργία]] ενός νομικού προσώπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] στο να καθησυχάζει, να καταπραΰνει<br /><b>2.</b> [[αποκαταστατικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo καταστατικόν</i><br />α) (για τους ρυθμούς και τα τραγούδια τών Λακώνων) η [[δύναμη]] για [[καταπράυνση]]<br />β) η [[υποχρέωση]] του τραπεζίτη για [[ζύγιση]] τών νομισμάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[καταστατικῶς]] (Α)<br />με αφηγηματικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καταστατός</i> «θεσμοποιημένος», ρημ. επίθ. του [[καθίστημι]] που μαρτυρείται μόνο στο ουδ. [[γένος]]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταστατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ιδρύει, που ρυθμίζει μια [[κατάσταση]] ή που αναφέρεται σε κάποια [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καταστατικός]] [[χάρτης]]» — ο [[οργανικός]] [[νόμος]] με τον οποίο ιδρύεται [[κάτι]] («[[καταστατικός]] [[χάρτης]] του ΟΗΕ»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[καταστατικό]]<br />το [[σύνολο]] τών έγγραφων κανόνων που προσδιορίζουν την [[ταυτότητα]] και τον σκοπό και διέπουν την [[οργάνωση]] και [[λειτουργία]] ενός νομικού προσώπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] στο να καθησυχάζει, να καταπραΰνει<br /><b>2.</b> [[αποκαταστατικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo καταστατικόν</i><br />α) (για τους ρυθμούς και τα τραγούδια τών Λακώνων) η [[δύναμη]] για [[καταπράυνση]]<br />β) η [[υποχρέωση]] του τραπεζίτη για [[ζύγιση]] τών νομισμάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[καταστατικῶς]] (Α)<br />με αφηγηματικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καταστατός</i> «θεσμοποιημένος», ρημ. επίθ. του [[καθίστημι]] που μαρτυρείται μόνο στο ουδ. [[γένος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταστᾰτικός:''' -ή, -ὸν ([[καθίστημι]]), [[κατάλληλος]] προς [[καταπράυνση]]· <i>τὸ κ</i>., [[ικανότητα]] προς [[καταπράυνση]], λέγεται για [[μουσική]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστᾰτικός Medium diacritics: καταστατικός Low diacritics: καταστατικός Capitals: ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katastatikós Transliteration B: katastatikos Transliteration C: katastatikos Beta Code: katastatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fitted for calming, ἔννοιαι Eust.1041.20; τὸ κ. power to calm, of music, Plu.Lyc.4; cf. καταστηματικός 11.    2 = ἀποκαταστατικός 1, μοῖρα τοῦ Ἡλίου Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(1).247.    3 -κόν, τό, perh. banker's charge for weighing, PPetr.3p.191 (iii B.C.). Adv. -κῶς, = ἀνηπλωμένως καὶ ἀφηγηματικῶς, Aps. p.243 H., al.: Comp. -ώτερον, διηγεῖσθαι Sch.E.Hipp.392; διαβάλλειν ib.616.

Greek (Liddell-Scott)

καταστατικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς καταπράϋνσιν ἢ καθησύχασιν, κ. καὶ ἀναπαύουσαι ἔννοιαι Εὐστ. 1041. 20· τὸ κ., ἡ πρὸς καταπράϋνσιν δύναμις, ἐπὶ τῶν ᾀσμάτων καὶ τῶν ῥυθμῶν τῶν Λακώνων, πολὺ τὸ κόσμιον ἐχόντων καὶ κ. ὧν ἀκροώμενοι κατεπραΰνοντο λεληθότως τὰ ἤθη Πλουτ. Λυκοῦργ. 4. ΙΙ. ὡρισμένος, ὅρος καὶ καμπτὴρ κ. Εὐσ. Ἐγκ. Κωνστ. 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a la vertu d’arrêter, de calmer.
Étymologie: καθίστημι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α καταστατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που ιδρύει, που ρυθμίζει μια κατάσταση ή που αναφέρεται σε κάποια κατάσταση
2. φρ. «καταστατικός χάρτης» — ο οργανικός νόμος με τον οποίο ιδρύεται κάτικαταστατικός χάρτης του ΟΗΕ»)
3. το ουδ. ως ουσ. το καταστατικό
το σύνολο τών έγγραφων κανόνων που προσδιορίζουν την ταυτότητα και τον σκοπό και διέπουν την οργάνωση και λειτουργία ενός νομικού προσώπου
αρχ.
1. ο κατάλληλος στο να καθησυχάζει, να καταπραΰνει
2. αποκαταστατικός
3. το ουδ. ως ουσ. τo καταστατικόν
α) (για τους ρυθμούς και τα τραγούδια τών Λακώνων) η δύναμη για καταπράυνση
β) η υποχρέωση του τραπεζίτη για ζύγιση τών νομισμάτων.
επίρρ...
καταστατικῶς (Α)
με αφηγηματικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταστατός «θεσμοποιημένος», ρημ. επίθ. του καθίστημι που μαρτυρείται μόνο στο ουδ. γένος].

Greek Monotonic

καταστᾰτικός: -ή, -ὸν (καθίστημι), κατάλληλος προς καταπράυνση· τὸ κ., ικανότητα προς καταπράυνση, λέγεται για μουσική, σε Πλούτ.