μυλών: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(26)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[μυλών]], -ῶνος)<br /><b>βλ.</b> [[μυλώνας]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[μυλών]], -ῶνος)<br /><b>βλ.</b> [[μυλώνας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῠλών:''' -ῶνος, ὁ ([[μύλη]]), το [[οίκημα]] που στεγάζει τον μύλο, σε Θουκ.· <i>εἰς μύλωνα καταβαλεῖν</i>, Λατ. detrudere in [[pistrinum]], [[καταδικάζω]] (έναν σκλάβο) να δουλεύει στον μύλο, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλών Medium diacritics: μυλών Low diacritics: μυλών Capitals: ΜΥΛΩΝ
Transliteration A: mylṓn Transliteration B: mylōn Transliteration C: mylon Beta Code: mulw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A mill-house, Th.6.22, Inscr.Délos445.22 (ii B.C.); εἰς μ. καταβαλεῖν to condemn [a slave] to work the mill, E.Cyc.240; εἰς μ. ἐμπεσεῖν Lys.1.18; ἐν τῷ μ. εἶναι D.45.33, cf. Din.1.23; μ. καὶ πέδαι Men.Her.3; ἄξιοι δεσμωτηρίου καὶ μυλῶνος Ph.1.623; Κηφισόδοτος τὰς τριήρεις ἐκάλει μυλῶνας ποικίλους painted mills, Arist.Rh.1411a24. (Sts. parox. in codd., as Arist. l. c., Ph. l. c., Luc.Vit.Auct.27, Poll.7.19, but cf. Hdn. Gr.1.30.)

German (Pape)

[Seite 217] ῶνος, ὁ (S. Emp. adv. astrol. 94 steht εἰς μύλωνας gegen Arcad. 12, 25), der Ort, wo die Mühle ist, das Mühlenhaus, Din. 1, 23; σιτοποιοὺς ἐκ τῶν μυλώνων πρὸς μέρος ἠναγκασμένους ἐμμίσθους, Thuc. 6, 22; εἰς μυλῶνα ἐμπεσεῖν, Lys. 1, 18; καταβάλλειν εἰς μυλῶνα, in die Mühle schicken und dort arbeiten lassen, gewöhnliche Strafe der Sklaven, Sp., wie Luc. Vit. Auct. 27; nach Arist. rhet. 3, 10 nannte ein Redner die Trieren ποικίλους μυλῶνας.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλών: -ῶνος, ὁ, τὸ οἴκημα ἐν ᾧ ὁ μύλος ἢ μύλοι, Λατ. pistrinum, Θουκ. 6. 22· εἰς μ. καταβάλλω, Λατ. detrudere in pistrinum, καταδικάζω [δοῦλον] νὰ ἐργάζηται ἐν τῷ μύλῳ, Εὐρ. Κύκλ. 240· οὕτως, εἰς τὸν μ. ἐμπεσεῖν Λυσ. 93. 25· ἐν τῷ μ. εἶναι Δημ. 1111. 27· μεταφορ., Κηφισόδοτος τὰς τριήρεις ἐκάλει μυλῶνας ποικίλους, ὡς κομιζούσας σῖτον εἰς τὰς Ἀθήνας, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
moulin.
Étymologie: μύλη.

English (Thayer)

(not paroxytone; see Chandler § 596 cf. § 584), μύλωνος, ὁ, place where a mill runs; mill-house: R G. (Euripides, Thucydides, Demosthenes, Aristotle, others.)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μυλών, -ῶνος)
βλ. μυλώνας.

Greek Monotonic

μῠλών: -ῶνος, ὁ (μύλη), το οίκημα που στεγάζει τον μύλο, σε Θουκ.· εἰς μύλωνα καταβαλεῖν, Λατ. detrudere in pistrinum, καταδικάζω (έναν σκλάβο) να δουλεύει στον μύλο, σε Ευρ.