νεογιλός: Difference between revisions

From LSJ
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νεογιλός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο [[νεογέννητος]] («καί σε Κόως ἀτίταλλε [[βρέφος]] νεογιλὸν ἐόντα», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τα δόντια) αυτός που φύεται [[πρώτος]], [[πρωτοφυής]], [[γαλαξίας]] («[[εἰσόκε]] μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ γλαγερὸν φορέουσι [[δέμας]]», Οππ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «νεογιλή [[οδοντοφυΐα]]» ή «νεογιλοί οδόντες» — η πρώτη προσωρινή [[οδοντοφυΐα]] τών διφυόδοντων σπονδυλοζώων<br /><b>αρχ.</b><br />(για τη ζωή) αυτός που [[είναι]] [[σύντομος]], [[βραχύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό <i>νε</i>(<i>ο</i>)- και β' συνθετικό πιθ. έναν αμάρτυρο τ. [[γιλός]] «μικρό [[παιδί]]», που μαρτυρείται στο μυκηναϊκό <i>kira</i> = <i>γίλα</i> «μικρή [[κόρη]]» (<b>πρβλ.</b> τα ανθρωπωνύμια <i>Γίλος</i>, <i>Γιλίων</i>, <i>Γίλις</i> και <i>Γιλίς</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>γίδλος</i> και συνδέεται με λιθουαν. <i>žindu</i> «[[θηλάζω]], [[βυζαίνω]]»].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νεογιλός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο [[νεογέννητος]] («καί σε Κόως ἀτίταλλε [[βρέφος]] νεογιλὸν ἐόντα», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τα δόντια) αυτός που φύεται [[πρώτος]], [[πρωτοφυής]], [[γαλαξίας]] («[[εἰσόκε]] μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ γλαγερὸν φορέουσι [[δέμας]]», Οππ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «νεογιλή [[οδοντοφυΐα]]» ή «νεογιλοί οδόντες» — η πρώτη προσωρινή [[οδοντοφυΐα]] τών διφυόδοντων σπονδυλοζώων<br /><b>αρχ.</b><br />(για τη ζωή) αυτός που [[είναι]] [[σύντομος]], [[βραχύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό <i>νε</i>(<i>ο</i>)- και β' συνθετικό πιθ. έναν αμάρτυρο τ. [[γιλός]] «μικρό [[παιδί]]», που μαρτυρείται στο μυκηναϊκό <i>kira</i> = <i>γίλα</i> «μικρή [[κόρη]]» (<b>πρβλ.</b> τα ανθρωπωνύμια <i>Γίλος</i>, <i>Γιλίων</i>, <i>Γίλις</i> και <i>Γιλίς</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>γίδλος</i> και συνδέεται με λιθουαν. <i>žindu</i> «[[θηλάζω]], [[βυζαίνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεογῑλός:''' -ή, -όν, [[νεογέννητος]], [[νεαρός]], σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεογῑλός Medium diacritics: νεογιλός Low diacritics: νεογιλός Capitals: ΝΕΟΓΙΛΟΣ
Transliteration A: neogilós Transliteration B: neogilos Transliteration C: neogilos Beta Code: neogilo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A new-born, young, σκύλαξ Od.12.86; βρέφος Is.Fr.12, Theoc. 17.58; ἔριφος Alciphr.1.27; ὀδοὺς ν. one of the first set of teeth, Opp.C.1.199; βίου χρόνος ν. life short as childhood, Luc.Halc.3. (In Od. l.c. glossed νεογνῆς, . . νεωστὶ γεννηθείσης by Hsch.; also γάλακτι τρεφομένης by Sch.Od.; spelling and etym. are doubtful, perh. cf. Lith. žindù 'suckle'.)

German (Pape)

[Seite 241] ή, όν, (von γάλα, γλάγος nach den Alten, = νεογλαγής, oder gar nach Eust. = νεόγονος), neugeboren, jung; Od. 12, 86; βρέφος, Theocr. 17, 58; βίου χρόνος, d. i. kurz, Luc. Halcyon. 3; ὀδούς, Milchzahn, Opp. Cyn. 1, 399; Poll. 2, 8 (wo früher νεογιλαῖος u. νεογιλής stand) citirt es auch aus Isae. u. verwirft es.

Greek (Liddell-Scott)

νεογῑλός: -ή, -όν, ὁ νεωστὶ γεννηθείς, γεογενής, γεογέννητος, σκύλαξ Ὀδ. Μ. 86· βρέφος Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 8, Θεόκρ. 17. 58· ὀδοὺς ν., πρωτοφυής, Ὀππ. Κυν. 1. 199· βίου χρόνος ν., βίος βραχὺς ὡς ἡ παιδικὴ ἡλικία, Λουκ. Ἀλκυὼν 3, ἔνθα ἴδε Hemst. (Οἱ γραμμ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὸ διὰ τοῦ νεογλαγής).

French (Bailly abrégé)

v. νεογιλλός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α νεογιλός, -ή, -όν)
1. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο νεογέννητος («καί σε Κόως ἀτίταλλε βρέφος νεογιλὸν ἐόντα», Θεόκρ.)
2. (για τα δόντια) αυτός που φύεται πρώτος, πρωτοφυής, γαλαξίαςεἰσόκε μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ γλαγερὸν φορέουσι δέμας», Οππ.)
νεοελλ.
φρ. «νεογιλή οδοντοφυΐα» ή «νεογιλοί οδόντες» — η πρώτη προσωρινή οδοντοφυΐα τών διφυόδοντων σπονδυλοζώων
αρχ.
(για τη ζωή) αυτός που είναι σύντομος, βραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό νε(ο)- και β' συνθετικό πιθ. έναν αμάρτυρο τ. γιλός «μικρό παιδί», που μαρτυρείται στο μυκηναϊκό kira = γίλα «μικρή κόρη» (πρβλ. τα ανθρωπωνύμια Γίλος, Γιλίων, Γίλις και Γιλίς). Κατ' άλλη άποψη, το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. γίδλος και συνδέεται με λιθουαν. žindu «θηλάζω, βυζαίνω»].

Greek Monotonic

νεογῑλός: -ή, -όν, νεογέννητος, νεαρός, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).