νεοσίγαλος: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(26) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεοσίγαλος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[νέος]] και [[αστραφτερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σιγαλόεις]] «[[λείος]], [[στιλπνός]]». Ο τ. [[νεοσίγαλος]] σχηματίστηκε από το [[σιγαλόεις]] [[κατά]] το [[σχήμα]] [[πολυπαίπαλος]]: [[παιπαλόεις]]. | |mltxt=[[νεοσίγαλος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[νέος]] και [[αστραφτερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σιγαλόεις]] «[[λείος]], [[στιλπνός]]». Ο τ. [[νεοσίγαλος]] σχηματίστηκε από το [[σιγαλόεις]] [[κατά]] το [[σχήμα]] [[πολυπαίπαλος]]: [[παιπαλόεις]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεοσίγᾰλος:''' [ῑ], -ον ([[σιγαλόεις]]), [[νέος]] και απαστράπτων, με όλη τη [[λάμψη]] πάνω του, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ον, (σιγαλόεις)
A new and sparkling, with all the gloss on, metaph., τρόπος Pi.O.3.4.
German (Pape)
[Seite 244] frisch glänzend, neu funkelnd, τρόπος, Pind. Ol. 3, 4, Schol. νεοποίκιλος.
Greek (Liddell-Scott)
νεοσίγᾰλος: [ῑ], -ον, (σιγαλόεις) νέος καὶ ἀποστίλβων, στιλπνός, Πινδ. Ο. 3. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui brille d’un éclat récent.
Étymologie: νέος, σιγαλόεις.
English (Slater)
νεοςῑγᾰλος
1 shining new (cf. Leumann, Hom. Wörter, 214̆{8}) μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον (O. 3.4)
Greek Monolingual
νεοσίγαλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) νέος και αστραφτερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + σιγαλόεις «λείος, στιλπνός». Ο τ. νεοσίγαλος σχηματίστηκε από το σιγαλόεις κατά το σχήμα πολυπαίπαλος: παιπαλόεις.
Greek Monotonic
νεοσίγᾰλος: [ῑ], -ον (σιγαλόεις), νέος και απαστράπτων, με όλη τη λάμψη πάνω του, σε Πίνδ.