νεώσοικος: Difference between revisions

5
(27)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[νεώσοικος]])<br />προστατευμένος [[χερσαίος]] [[χώρος]] [[κοντά]] στην [[ακτή]] [[μέσα]] στον οποίο προφυλάγονταν από τις κακές καιρικές συνθήκες και άλλους κινδύνους μικρά [[σκάφη]] [[μετά]] από την ανέλκυσή τους στην [[ξηρά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νεώριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νεώς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]].
|mltxt=ο (Α [[νεώσοικος]])<br />προστατευμένος [[χερσαίος]] [[χώρος]] [[κοντά]] στην [[ακτή]] [[μέσα]] στον οποίο προφυλάγονταν από τις κακές καιρικές συνθήκες και άλλους κινδύνους μικρά [[σκάφη]] [[μετά]] από την ανέλκυσή τους στην [[ξηρά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νεώριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νεώς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεώσοικος:''' ὁ ([[ναῦς]], [[οἶκος]]), [[νεώριο]], [[ναύσταθμος]], [[ναυπηγείο]], σε Αριστοφ.· στον πληθ., στέγαστρα, ράμπες ναυπηγείου, ναυπηγεία, χτίσματα δίπλα στη [[θάλασσα]], στα οποία ήταν δυνατή η [[κατασκευή]], [[επισκευή]] ή [[στάθμευση]] πλοίων και τα οποία ήταν παραρτήματα του <i>νεωρίου</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}