πανσέληνος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[πανσέληνος]], -ον, Α και [[πασσέληνος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[πανσέληνος]]<br /><b>αστρον.</b> [[φάση]] της Σελήνης [[κατά]] την οποία αυτή φαίνεται από τη Γη σαν [[ένας]] [[τέλειος]] [[φωτεινός]] [[δίσκος]] και και η οποία συντελείται [[κάθε]] 29, 53 ημέρες όταν ο Ήλιος και η Σελήνη βρίσκονται σε αντίθετες διευθύνσεις, αλλ. [[πλησιφαής]] [[σελήνη]], γεμάτο [[φεγγάρι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για τη [[σελήνη]]) αυτή που φωτίζεται ολόκληρη, [[πλησιφαής]] («ἡ [[σελήνη]] ἐτύγχανε οὖσα [[πανσέληνος]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ο [[χρόνος]] [[κατά]] τον οποίο η [[σελήνη]] [[είναι]] ολόφωτη<br /><b>2.</b> [[στρογγυλός]] σαν τη [[σελήνη]] όταν [[είναι]] ολόφωτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σέληνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σελήνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ημι</i>-<i>σέληνος</i>, <i>πλησι</i>-<i>σέληνος</i>].
|mltxt=-ο / [[πανσέληνος]], -ον, Α και [[πασσέληνος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[πανσέληνος]]<br /><b>αστρον.</b> [[φάση]] της Σελήνης [[κατά]] την οποία αυτή φαίνεται από τη Γη σαν [[ένας]] [[τέλειος]] [[φωτεινός]] [[δίσκος]] και και η οποία συντελείται [[κάθε]] 29, 53 ημέρες όταν ο Ήλιος και η Σελήνη βρίσκονται σε αντίθετες διευθύνσεις, αλλ. [[πλησιφαής]] [[σελήνη]], γεμάτο [[φεγγάρι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για τη [[σελήνη]]) αυτή που φωτίζεται ολόκληρη, [[πλησιφαής]] («ἡ [[σελήνη]] ἐτύγχανε οὖσα [[πανσέληνος]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ο [[χρόνος]] [[κατά]] τον οποίο η [[σελήνη]] [[είναι]] ολόφωτη<br /><b>2.</b> [[στρογγυλός]] σαν τη [[σελήνη]] όταν [[είναι]] ολόφωτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σέληνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σελήνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ημι</i>-<i>σέληνος</i>, <i>πλησι</i>-<i>σέληνος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πανσέληνος:''' ή πασ-σέληνος, -ον ([[σελήνη]])·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τη [[σελήνη]] όταν φαίνεται ολόκληρη, ἡ [[σελήνη]] ἐτύγχανε [[οὖσα]] [[πανσέληνος]], σε Θουκ.· [[πανσέληνος]] [[κύκλος]], ο [[πλήρης]] [[κύκλος]] της σελήνης, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ἡ [[πανσέληνος]] (ενν. [[ὥρα]]), η ώρα της πλήρους σελήνης, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· τὰν [[αὔριον]] πανσέληνον, στην επόμενη πανσέληνο, σε Σοφ.· [[χωρίς]] [[άρθρο]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανσέληνος Medium diacritics: πανσέληνος Low diacritics: πανσέληνος Capitals: ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ
Transliteration A: pansélēnos Transliteration B: panselēnos Transliteration C: panselinos Beta Code: panse/lhnos

English (LSJ)

or πασσ- (Arist.APo.93a37 cod. A), ον, of the moon,

   A at the full, ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα π. Th.7.50; κύκλος π. the moon's full orb, E.Ion1155; τὰς νύκτας τὰς π. Arist.HA622b27.    2 ἡ πανσέληνος (sc. ὥρα) the time of full moon, Hdt.2.47, 6.120, Ar.Ach.84; τὰν αὔριον π. (s. v.l.) at to-morrow's full moon, S.OT1090 (lyr.): without the Art., πανσέληνος A.Th.389, And.1.38; ταῖς πανσελήνοις or ἐν ταῖς π. at the seasons of full moon, Arist.HA544a20, 555a10, cf. Stoic.1.34; πανσέληνον, τό, Apollon.Mir.36.    II round as the full moon, χρυσίς Hermipp.37 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 462] vollmondlich; ἡ πανσέληνος, sc. ὥρα, die Zeit des Vollmondes, Ar. Ach. 84; Her. 2, 47. 6, 106. 120; Andoc. 1, 38 u. A.; ἡ πανσέληνος, der Vollmond, Aesch. Spt. 371; Soph. O. R. 1090; Plat. Epin. 990 b; κύκλος, Eur. Ion 1155; σελήνη, D. C. 40, 25; νύξ, Vollmondsnacht, Arist. H. A. 10, 38 u. Sp. Auch χρυσίς, ganz rund, Hermipp. b. Ath. XI, 502 e.

Greek (Liddell-Scott)

πανσέληνος: ἢ πασσ- (ὡς ὁ Βεκκῆρ. ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὑστ 2. 8, 6, κ. ἀλλ.), ον· - ἐπὶ τῆς σελήνης ὅταν φαίνηται πεφωτισμένη ὁλόκληρος, ἡ σελήνη ἐτύγχανεν οὖσα π. Θουκ. 7. 50· π. κύκλος, ὁ πλήρης κύκλος τῆς σελήνης, Εὐρ. Ἴων 1155· τὰς νύκτας τὰς π. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 38, 2. 2) ἡ πανσέληνος (ἐξυπακ. ὥρα), ὁ χρόνος τῆς πανσελήνου, Ἡρόδ. 2. 47., 6. 106, 120, Ἀριστοφ. Ἀχ. 84· τὰν αὔριον παν., κατὰ τὴν προσεχῆ πανσέληνον, Σοφ. Ο. Τ. 1090˙ ἢ ἀνάρθρως, πανσέληνος Αἰσχύλ. Θήβ. 389, Ἀνδοκ. 6. 13˙ ταῖς πανσελήνοις ἢ ἐν ταῖς π., κατὰ τὰς πανσελήνους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 12, 4 καὶ 23, 4˙ ὡσαύτως πανσέληνον, τό, Ἀπολλων. Ἱστ. Θαυμ. 36. ΙΙ. στρογγύλος ὡς ἡ πανσέληνος, χρυσίδ’ οἴνου πανσέληνον ἐκπιών ὑφείλετοἝρμιππος ἐν «Κέρκωψι» 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de la pleine lune ; ἡ πανσέληνος (ὥρα) HDT le temps de la pleine lune;
2 qui est dans son plein ; σελήνη THC lune dans son plein, pleine lune ; ἡ πανσέληνος (σελήνη) ESCHL la pleine lune.
Étymologie: πᾶν, σελήνη.

Greek Monolingual

-ο / πανσέληνος, -ον, Α και πασσέληνος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η πανσέληνος
αστρον. φάση της Σελήνης κατά την οποία αυτή φαίνεται από τη Γη σαν ένας τέλειος φωτεινός δίσκος και και η οποία συντελείται κάθε 29, 53 ημέρες όταν ο Ήλιος και η Σελήνη βρίσκονται σε αντίθετες διευθύνσεις, αλλ. πλησιφαής σελήνη, γεμάτο φεγγάρι
μσν.-αρχ.
(για τη σελήνη) αυτή που φωτίζεται ολόκληρη, πλησιφαής («ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα πανσέληνος», Θουκ.)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ο χρόνος κατά τον οποίο η σελήνη είναι ολόφωτη
2. στρογγυλός σαν τη σελήνη όταν είναι ολόφωτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -σέληνος (< σελήνη), πρβλ. ημι-σέληνος, πλησι-σέληνος].

Greek Monotonic

πανσέληνος: ή πασ-σέληνος, -ον (σελήνη
1. λέγεται για τη σελήνη όταν φαίνεται ολόκληρη, ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα πανσέληνος, σε Θουκ.· πανσέληνος κύκλος, ο πλήρης κύκλος της σελήνης, σε Ευρ.
2.πανσέληνος (ενν. ὥρα), η ώρα της πλήρους σελήνης, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· τὰν αὔριον πανσέληνον, στην επόμενη πανσέληνο, σε Σοφ.· χωρίς άρθρο, σε Αισχύλ.