Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξυρήκης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυρήκης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> [[οξύς]], [[κοφτερός]] σαν [[ξυράφι]] («αἱ δὲ λόγχαι αὐτῶν εὐπλατεῑς καὶ ξυρήκεις», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> (σε παθ. σημ.) ξυρισμένος [[μέχρι]] το [[δέρμα]]<br /><b>3.</b> [[ξυρήσιμος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κουρά]] [[ξυρήκης]]» — [[κούρεμα]] [[σύρριζα]], [[μέχρι]] το [[δέρμα]], ως [[ένδειξη]] μεγάλου πένθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυρόν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄκος]]), <b>πρβλ.</b> <i>νε</i>-<i>ήκης</i>, <i>αμφ</i>-<i>ήκης</i> (<b>βλ.</b> και λ. <i>ακ</i>-)].
|mltxt=[[ξυρήκης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> [[οξύς]], [[κοφτερός]] σαν [[ξυράφι]] («αἱ δὲ λόγχαι αὐτῶν εὐπλατεῑς καὶ ξυρήκεις», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> (σε παθ. σημ.) ξυρισμένος [[μέχρι]] το [[δέρμα]]<br /><b>3.</b> [[ξυρήσιμος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κουρά]] [[ξυρήκης]]» — [[κούρεμα]] [[σύρριζα]], [[μέχρι]] το [[δέρμα]], ως [[ένδειξη]] μεγάλου πένθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυρόν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄκος]]), <b>πρβλ.</b> <i>νε</i>-<i>ήκης</i>, <i>αμφ</i>-<i>ήκης</i> (<b>βλ.</b> και λ. <i>ακ</i>-)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξῠρήκης:''' -ες ([[ἀκή]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κοφτερός]] σαν [[ξυράφι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[βαθιά]] ξυρισμένος, [[μέχρι]] το [[δέρμα]], σε Ευρ.· <i>κουρᾷ ξυρήκει</i>, με [[πολύ]] [[κοντό]] [[κούρεμα]], [[μέχρι]] το [[δέρμα]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρήκης Medium diacritics: ξυρήκης Low diacritics: ξυρήκης Capitals: ΞΥΡΗΚΗΣ
Transliteration A: xyrḗkēs Transliteration B: xyrēkēs Transliteration C: ksyrikis Beta Code: curh/khs

English (LSJ)

ες, (ἀκή A)

   A keen as a razor, X.Cyn.10.3.    II Pass., close-shaven, κάρα E.Ph.[372], El.335 ; κουρᾷ ξυρήκει with close tonsure, Id.Alc.427.    2 = sq., Ael.Dion.Fr.265, cf. Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 282] ες, scharf wie ein Scheermesser, λόγχαι, Xen. Cyn. 10, 3; – kahl abgeschoren, κουρᾷ ξυρήκει καὶ μελαμπέπλῳ στολῇ, als Zeichen der Trauer, Eur. Alc. 429; κάρα ξυρῆκες, El. 335 Phoen. 375 (ξυρηκές f. acc.). – Nach Ael. Dion. bei Eust. auch = ξυρήσιμος.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠρήκης: -ες, (ἀκὴ) ὀξύς, κοπτερὸς ὡς ξυράφιον, Ξεν. Κυν. 10. 3. ΙΙ. Παθ., μέχρι δέρματος ἐξυρημένος, κάρα Εὐρ. Φοίν. 372, Ἠλ. 335˙ κουρᾷ ξυρήκει, διὰ κουρᾶς μέχρι δέρματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 427. 2) κατ’ Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 939. 12, ξυρήκης˙ ὁ ξυρήσιμος καὶ κουριῶν, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
rasé, tondu avec un rasoir.
Étymologie: ξυρόν, ἀκή.

Greek Monolingual

ξυρήκης, -ες (Α)
1. οξύς, κοφτερός σαν ξυράφι («αἱ δὲ λόγχαι αὐτῶν εὐπλατεῑς καὶ ξυρήκεις», Πολυδ.)
2. (σε παθ. σημ.) ξυρισμένος μέχρι το δέρμα
3. ξυρήσιμος
4. φρ. «κουρά ξυρήκης» — κούρεμα σύρριζα, μέχρι το δέρμα, ως ένδειξη μεγάλου πένθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν + -ήκης (< ἄκος), πρβλ. νε-ήκης, αμφ-ήκης (βλ. και λ. ακ-)].

Greek Monotonic

ξῠρήκης: -ες (ἀκή
I. κοφτερός σαν ξυράφι, σε Ξεν.
II. Παθ., βαθιά ξυρισμένος, μέχρι το δέρμα, σε Ευρ.· κουρᾷ ξυρήκει, με πολύ κοντό κούρεμα, μέχρι το δέρμα, στον ίδ.