ὀπτάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(29)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀπτάνομαι]] (ΑΜ)<br />[[γίνομαι]] [[ορατός]], [[οπτάζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρουσιάζομαι]] ενώπιον κάποιου, εμφανίζομαι [[μπρος]] στα μάτια κάποιου («παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα... δι' ἡμερῶν [[τεσσαράκοντα]] ὀπτανόμενος αὐτοῑς», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπτός]] (Ι) «[[ορατός]]», πιθ. [[κατά]] το <i>αἰσθ</i>-<i>άνομαι</i>].
|mltxt=[[ὀπτάνομαι]] (ΑΜ)<br />[[γίνομαι]] [[ορατός]], [[οπτάζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρουσιάζομαι]] ενώπιον κάποιου, εμφανίζομαι [[μπρος]] στα μάτια κάποιου («παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα... δι' ἡμερῶν [[τεσσαράκοντα]] ὀπτανόμενος αὐτοῑς», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπτός]] (Ι) «[[ορατός]]», πιθ. [[κατά]] το <i>αἰσθ</i>-<i>άνομαι</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀπτάνομαι:''' показываться, являться (τινι NT).
}}
}}

Revision as of 01:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπτάνομαι Medium diacritics: ὀπτάνομαι Low diacritics: οπτάνομαι Capitals: ΟΠΤΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: optánomai Transliteration B: optanomai Transliteration C: optanomai Beta Code: o)pta/nomai

English (LSJ)

   A v. ὀπτάζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπτάνομαι: ὀπτάζομαι, Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. Η΄, 8., Τωβίτ ΙΒ΄, 12), ὀπτανόμενος αὐτοῖς Πράξ. Ἀπ. α΄, 3, Ἑρμ. Τρισμ. 31. 15.

English (Strong)

a (middle voice) prolonged form of the primary (middle voice) optomai; which is used for it in certain tenses; and both as alternate of ὁράω; to gaze (i.e. with wide-open eyes, as at something remarkable; and thus differing from βλέπω, which denotes simply voluntary observation; and from εἴδω, which expresses merely mechanical, passive or casual vision; while θεάομαι, and still more emphatically its intensive θεωρέω, signifies an earnest but more continued inspection; and σκοπέω a watching from a distance): appear, look, see, shew self.

Greek Monolingual

ὀπτάνομαι (ΑΜ)
γίνομαι ορατός, οπτάζομαι
αρχ.
παρουσιάζομαι ενώπιον κάποιου, εμφανίζομαι μπρος στα μάτια κάποιου («παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα... δι' ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῑς», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (Ι) «ορατός», πιθ. κατά το αἰσθ-άνομαι].

Russian (Dvoretsky)

ὀπτάνομαι: показываться, являться (τινι NT).