πάρευνος: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(31)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον Α<br /><b>1.</b> αυτός που κοιμάται [[δίπλα]] σε κάποιον ή [[μαζί]] με κάποιον, [[σύζυγος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάντοτε]] [[μαζί]] με κάποιον ή αυτός που [[είναι]] [[πάντοτε]] [[κοντά]] σε κάποιον, ο [[σύντροφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εὐνή]] «[[κρεβάτι]]»].
|mltxt=-ον Α<br /><b>1.</b> αυτός που κοιμάται [[δίπλα]] σε κάποιον ή [[μαζί]] με κάποιον, [[σύζυγος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάντοτε]] [[μαζί]] με κάποιον ή αυτός που [[είναι]] [[πάντοτε]] [[κοντά]] σε κάποιον, ο [[σύντροφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εὐνή]] «[[κρεβάτι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάρευνος:''' -ον ([[εὐνή]]), αυτός που ξαπλώνει δίπλα ή μαζί, [[σύζυγος]]· μεταφ., [[πῆμα]] πατρὶ πάρευνον, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρευνος Medium diacritics: πάρευνος Low diacritics: πάρευνος Capitals: ΠΑΡΕΥΝΟΣ
Transliteration A: páreunos Transliteration B: pareunos Transliteration C: parevnos Beta Code: pa/reunos

English (LSJ)

ον,

   A lying beside or with, bedfellow, Ion Eleg. 2.9 : metaph., πῆμα πατρὶ πάρευνον A.Th.1009 (ly??).

German (Pape)

[Seite 519] bei Einem im Bette liegend, schlafend, Gatte, Gattinn, Ion bei Ath. XI, 463 c; übertr., Aesch. ἰὼ πῆμα πατρὶ πάρευνον, Spt. 995, Schol. οἰκεῖον, ἐξ ἐκείνου γενόμενον.

Greek (Liddell-Scott)

πάρευνος: -ον, ὁ ὁμοῦ μετά τινος, ἢ πλησίον τινὸς εὐναζόμενος, σύνευνος, Ἴων παρ’ Ἀθην. 463C· - μεταφορ., πῆμα πατρὶ πάρευνον Αἰσχύλ. Θήβ. 1004.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon ou compagne de lit ; subst. époux, épouse.
Étymologie: παρά, εὐνή.
Syn. γαμετή, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.

Spanish

compañero de cama

Greek Monolingual

-ον Α
1. αυτός που κοιμάται δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον, σύζυγος
2. μτφ. αυτός που βρίσκεται πάντοτε μαζί με κάποιον ή αυτός που είναι πάντοτε κοντά σε κάποιον, ο σύντροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εὐνή «κρεβάτι»].

Greek Monotonic

πάρευνος: -ον (εὐνή), αυτός που ξαπλώνει δίπλα ή μαζί, σύζυγος· μεταφ., πῆμα πατρὶ πάρευνον, σε Αισχύλ.