πεδιακός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πεδίον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πεδίο]], δηλ. στην [[πεδιάδα]], ή αυτός που γίνεται στην [[πεδιάδα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πεδιακόν</i><br />[[βιβλίο]] απογραφής τών αγρών<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ Πεδιακοί</i><br />οι κάτοικοι της πεδινής Αττικής οι οποίοι αποτελούσαν ιδιαίτερη [[πολιτική]] [[παράταξη]] που αντετίθετο στον Πεισίστρατο, αλλ. [[Πεδιείς]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πεδιακά</i><br />οι πεδινές εκτάσεις της Αττικής.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πεδίον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πεδίο]], δηλ. στην [[πεδιάδα]], ή αυτός που γίνεται στην [[πεδιάδα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πεδιακόν</i><br />[[βιβλίο]] απογραφής τών αγρών<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ Πεδιακοί</i><br />οι κάτοικοι της πεδινής Αττικής οι οποίοι αποτελούσαν ιδιαίτερη [[πολιτική]] [[παράταξη]] που αντετίθετο στον Πεισίστρατο, αλλ. [[Πεδιείς]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πεδιακά</i><br />οι πεδινές εκτάσεις της Αττικής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεδιᾰκός:''' -ή, -όν ([[πεδίον]]), αυτός που ανήκει ή βρίσκεται πάνω σε [[πεδιάδα]]· <i>οἱ πεδιακοί</i>, η [[πολιτική]] [[παράταξη]] της πεδιάδας, δηλ. αυτοί που αντιστάθηκαν στον Πεισίστρατο, σε Αριστ.· ονομάζονταν και <i>οἱ ἐκ τοῦ πεδίου</i>, από Ηρόδ.· οἱ [[πεδιεῖς]], από Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδῐᾰκός Medium diacritics: πεδιακός Low diacritics: πεδιακός Capitals: ΠΕΔΙΑΚΟΣ
Transliteration A: pediakós Transliteration B: pediakos Transliteration C: pediakos Beta Code: pediako/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or on the plain, τὰ π. Lys.Fr.238 S.    II π., οἱ, in Attica, party of the plain, Arist.Pol.1305a24,Ath.13.4 ; cf. πεδιάσιος, πεδιεῖς.

German (Pape)

[Seite 541] = πεδινός, Sp., vgl. Harpocr.; οἱ πεδιακοί, die Partei der Ebene, Arist. pol. 5, 5, = πεδιεῖς.

Greek (Liddell-Scott)

πεδιακός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πεδίον ἢ ὁ ἐπὶ πεδίου.- Κατὰ τὸν Ἁρποκρ.: πεδιακά· Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Φιλίππου ἐπιτροπῆς, εἰ γνήσιοςλόγος ἐστί. Μοῖρα τῆς Ἀττικῆς ἐστιν, ἣ ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος ἐκαλεῖτο πεδίον. εἶχε δὲ καὶ προβάτων νομὰς καὶ τὰ ἐντεῦθεν, ὡς ἔοικεν, ἐκαλεῖτο πεδιακά, ἔστε δὲ καὶ παρ’ἄλλοις ῥήτορσι τοὔνομα». ΙΙ. οἱ πεδιακοὶἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 5, 9, ἄλλη δὲ (δηλ. στάσις) τῶν πεδιακῶν, οἳ τὴν ὀλιγαρχίαν ἐζήτουν ὁ αὐτ. ἐν Ἀθην. Πολ. σ. 18, 10 Blass. · οἱ πεδιεῖς, δηλ. οἱ πεδινοὶ οἱ ἀνθιστάμενοι πρὸς τὸν Πεισίστρατον (πρβλ. πάραλος ΙΙ), ἐκαλοῦντο δὲ καί, οἱ ἐκ τοῦ πεδίου Ἡρόδ. 1. 59 και, οἱ πεδιεῖς Πλουτ. Σόλων 13, Διογ. Λ. 1. 58 (ἔνθα πεδιαίων εἶναι ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ πεδιέων)· οἱ πεδιάσιοι παρὰ Φωτ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. Πάραλοι. - Πρβλ. πάραλος ΙΙ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν ’Αθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 345.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de plaine ; οἱ Πεδιακοί les habitants de la plaine, en Attique.
Étymologie: πεδίον.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πεδίον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεδίο, δηλ. στην πεδιάδα, ή αυτός που γίνεται στην πεδιάδα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεδιακόν
βιβλίο απογραφής τών αγρών
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Πεδιακοί
οι κάτοικοι της πεδινής Αττικής οι οποίοι αποτελούσαν ιδιαίτερη πολιτική παράταξη που αντετίθετο στον Πεισίστρατο, αλλ. Πεδιείς
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πεδιακά
οι πεδινές εκτάσεις της Αττικής.

Greek Monotonic

πεδιᾰκός: -ή, -όν (πεδίον), αυτός που ανήκει ή βρίσκεται πάνω σε πεδιάδα· οἱ πεδιακοί, η πολιτική παράταξη της πεδιάδας, δηλ. αυτοί που αντιστάθηκαν στον Πεισίστρατο, σε Αριστ.· ονομάζονταν και οἱ ἐκ τοῦ πεδίου, από Ηρόδ.· οἱ πεδιεῖς, από Πλούτ.