πεπασμός: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(31) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[πεπαίνω]]<br /><b>1.</b> [[πέπανσις]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> α) (για το [[φλέγμα]] ή για τα [[ούρα]]) [[μείωση]] της δριμύτητας, [[μαλάκωμα]]<br />β) [[εμπύηση]]. | |mltxt=ὁ, Α [[πεπαίνω]]<br /><b>1.</b> [[πέπανσις]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> α) (για το [[φλέγμα]] ή για τα [[ούρα]]) [[μείωση]] της δριμύτητας, [[μαλάκωμα]]<br />β) [[εμπύηση]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πεπασμός -οῦ, ὁ [πεπαίνω] geneesk., rijping, kloddervorming (van speeksel, urine of etter). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A = πέπανσις : in Medic., concoction of sputum or urine, Hp.Epid.1.2, 3.10 (pl.); πεπασμοὶ σπέρματος Aret.CD1.4. 2 suppuration, Hp.Epid.3.4.
German (Pape)
[Seite 559] ὁ, = πέπανσις, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
πεπασμός: ὁ, = πέπανσις˙ παρ’ Ἰατρ. ἡ τῶν χυμῶν πέψις, Λατ. concoctio, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αʹ, 940, πρβλ. 1086˙ - ὡσαύτως ἐμπύησις, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Γʹ, 1083.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 c. πέπανσις;
2 suppuration.
Étymologie: πεπαίνω.
Greek Monolingual
ὁ, Α πεπαίνω
1. πέπανσις
2. ιατρ. α) (για το φλέγμα ή για τα ούρα) μείωση της δριμύτητας, μαλάκωμα
β) εμπύηση.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεπασμός -οῦ, ὁ [πεπαίνω] geneesk., rijping, kloddervorming (van speeksel, urine of etter).