πέρπερος: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που λέει μεγάλα [[λόγια]] και ψευτιές, [[κενόδοξος]], [[φαντασμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η μτγν. [[εμφάνιση]] της λ. [[πέρπερος]] οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για [[δάνειο]] από τα λατ. <i>perperam</i> «ψεύτικα, εσφαλμένα» και <i>perperus</i> «[[εσφαλμένος]], [[φαύλος]]», [[παρά]] τη σημασιολογική [[απόσταση]] τών δύο τύπων. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, η λ. συνδέεται με λιθουαν. <i>pařpti</i> «[[φουσκώνω]]»].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που λέει μεγάλα [[λόγια]] και ψευτιές, [[κενόδοξος]], [[φαντασμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η μτγν. [[εμφάνιση]] της λ. [[πέρπερος]] οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για [[δάνειο]] από τα λατ. <i>perperam</i> «ψεύτικα, εσφαλμένα» και <i>perperus</i> «[[εσφαλμένος]], [[φαύλος]]», [[παρά]] τη σημασιολογική [[απόσταση]] τών δύο τύπων. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, η λ. συνδέεται με λιθουαν. <i>pařpti</i> «[[φουσκώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πέρπερος:''' -ον, [[ματαιόδοξος]], [[καυχησιάρης]], σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέρπερος Medium diacritics: πέρπερος Low diacritics: πέρπερος Capitals: ΠΕΡΠΕΡΟΣ
Transliteration A: pérperos Transliteration B: perperos Transliteration C: perperos Beta Code: pe/rperos

English (LSJ)

ον,

   A vainglorious, braggart, Plb.32.2.5, 39.1.2, Arr.Epict.3.2.14, S.E.M.1.54; gloss on παρεμφάρακτος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 603] 2 Endgn, windbeutelig, leichtsinnig, bes. von geschwätzigen, eiteln Menschen, die mit Etwas großthun, bes. wie ἀλαζών, mit etwas Lügenhaftem, von ihnen selbst Ersonnenem; καὶ λάλος, Pol. 32, 6, 5. 40, 6, 2; vgl. Schol. Soph. Ant. 334, ἡ πέρπερος καὶ περιεργοτέρα γραμματική, S. Emp. adv. gramm. 54.

Greek (Liddell-Scott)

πέρπερος: -ον, (πρβλ. Λατ. perperus, perperam), κενόδοξος, μάταιος, κοινῶς «φανταγμένος», ὡς τὸ ἀλαζών, Πολύβ. 32. 6, 5., 40. 6, 2, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 54, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2, 14· ― ἐντεῦθεν περπερεύομαι, ἀποθ., καυχῶμαι, κομπάζω, ἀλαζονεύομαι, Α΄, Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιγ΄, 4, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 5, Εὐσταθ. Πονημάτ. 224. 83· πρβλ. ἐμπ-· ― περπερεία, ἡ, κενοδοξία, ἀλαζονεία, Κλήμ. Ἀλ. 251, Εὐστ. Πονημάτ. 228. 12· οὕτω, περπερότης, -ητος, ἡ, Ψευδο-Χρυσ. ― Λέξεις μεταγεν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
léger, frivole, étourdi, indiscret.
Étymologie: cf. lat. perperus, perperam, de la R. Περ, être mauvais ; cf. lat. perdo, pessum, etc., de per- péjoratif, distinct de la prép. per et dont la forme parallèle pra a produit pravus.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που λέει μεγάλα λόγια και ψευτιές, κενόδοξος, φαντασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μτγν. εμφάνιση της λ. πέρπερος οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνειο από τα λατ. perperam «ψεύτικα, εσφαλμένα» και perperus «εσφαλμένος, φαύλος», παρά τη σημασιολογική απόσταση τών δύο τύπων. Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. συνδέεται με λιθουαν. pařpti «φουσκώνω»].

Greek Monotonic

πέρπερος: -ον, ματαιόδοξος, καυχησιάρης, σε Πολύβ.