προσαντιλαμβάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />πιάνομαι [[χέρι]] με [[χέρι]] με κάποιον («καὶ γυναῑκες ἀναμὶξ ἀνδράσιν προσαντιλαμβανόμεναι τῶν χειρῶν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀντιλαμβάνομαι</i> «[[κρατιέμαι]], πιάνομαι από [[κάτι]]»].
|mltxt=Α<br />πιάνομαι [[χέρι]] με [[χέρι]] με κάποιον («καὶ γυναῑκες ἀναμὶξ ἀνδράσιν προσαντιλαμβανόμεναι τῶν χειρῶν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀντιλαμβάνομαι</i> «[[κρατιέμαι]], πιάνομαι από [[κάτι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσαντιλαμβάνομαι:''' Μέσ., πιάνομαι αμοιβαία ο [[ένας]] από τον [[άλλο]], [[τῶν]] [[χειρῶν]], από τα χέρια, σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

English (LSJ)

Med.,

   A take hold of one another, τῶν χειρῶν by the hands, Str.3.3.7.

German (Pape)

[Seite 750] einander gegenüberstehen, und an den Händen fassen, τῶν χειρῶν, Strab. 3, 3, 7.

Greek (Liddell-Scott)

προσαντιλαμβάνομαι: Μέσ., πιάνομαι ἀμοιβαίως, γυναῖκες ἀναμὶξ ἀνδράσι προσαντιλαμβανόμεναι τῶν χειρῶν, ἐκ τῶν χειρῶν, Στράβ. 155.

French (Bailly abrégé)

se prendre mutuellement : τῶν χειρῶν les mains.
Étymologie: πρός, ἀντιλαμβάνομαι.

Greek Monolingual

Α
πιάνομαι χέρι με χέρι με κάποιον («καὶ γυναῑκες ἀναμὶξ ἀνδράσιν προσαντιλαμβανόμεναι τῶν χειρῶν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀντιλαμβάνομαι «κρατιέμαι, πιάνομαι από κάτι»].

Greek Monotonic

προσαντιλαμβάνομαι: Μέσ., πιάνομαι αμοιβαία ο ένας από τον άλλο, τῶν χειρῶν, από τα χέρια, σε Στράβ.